ἐνηής: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0840.png Seite 840]] ές (Ggstz [[ἀπηνής]], also statt ἐνηνής), wohlwollend, mild u. freundlich, VLL. πρᾷος, [[προσηνής]], [[ἀγαθός]]; [[ἑταῖρος]] Il. 21, 96. 12, 204 Od. 8, 200; [[φιλότης]] Hes. Th. 651; ähnl. bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1199; Opp. Cyn. 2, 89 in der Form ἐνηῆες.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0840.png Seite 840]] ές (Ggstz [[ἀπηνής]], also statt ἐνηνής), wohlwollend, mild u. freundlich, VLL. πρᾷος, [[προσηνής]], [[ἀγαθός]]; [[ἑταῖρος]] Il. 21, 96. 12, 204 Od. 8, 200; [[φιλότης]] Hes. Th. 651; ähnl. bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1199; Opp. Cyn. 2, 89 in der Form ἐνηῆες.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de bonne volonté, doux, aimable.<br />'''Étymologie:''' pour *ἐνηϜής, de [[ἐν]], αἴω = *αἴϜω « qui prête l'oreille à, qui se prête à » ; sel. d'autres, de [[ἐν]], [[ἄημι]]=*ἄϜημι « au soufle favorable, propice ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνηής''': ἐς, Ἐπ. ἐπίθ., [[σώφρων]], [[ἀγαθός]], [[προσηνής]], [[πρᾶος]], ἐν Ἰλ. ἐπὶ τοῦ Πατρόκλου (πρβλ. [[ἐνηείη]]), τοῦ δὴ ἑταῖρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε Ἰλ. Ρ. 204· κλαίοντες δ’ ἑτάροιο ἐνηέος ὀστέα λευκὰ Ψ. 352: [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Νέστορος, ὥς μου ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος Ψ 648· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ὀδ. Θ. 200· [[ὡσαύτως]]. φιλότητος ἐνηέος Ἡσ. Θ. 651· ἡ ἑνικὴ ὀνομαστικὴ ἐνηὴς ἐν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 566. 8., 906. 5· πληθ. ἐνηῆες ἐν Ὀππ. Κυν. 2. 89· ἐνηέες παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἁλ. 2. 664. (Πρβλ. [[ἀπηνής]], [[προσηνής]]).
|lstext='''ἐνηής''': ἐς, Ἐπ. ἐπίθ., [[σώφρων]], [[ἀγαθός]], [[προσηνής]], [[πρᾶος]], ἐν Ἰλ. ἐπὶ τοῦ Πατρόκλου (πρβλ. [[ἐνηείη]]), τοῦ δὴ ἑταῖρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε Ἰλ. Ρ. 204· κλαίοντες δ’ ἑτάροιο ἐνηέος ὀστέα λευκὰ Ψ. 352: [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Νέστορος, ὥς μου ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος Ψ 648· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ὀδ. Θ. 200· [[ὡσαύτως]]. φιλότητος ἐνηέος Ἡσ. Θ. 651· ἡ ἑνικὴ ὀνομαστικὴ ἐνηὴς ἐν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 566. 8., 906. 5· πληθ. ἐνηῆες ἐν Ὀππ. Κυν. 2. 89· ἐνηέες παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἁλ. 2. 664. (Πρβλ. [[ἀπηνής]], [[προσηνής]]).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de bonne volonté, doux, aimable.<br />'''Étymologie:''' pour *ἐνηϜής, de [[ἐν]], αἴω = *αἴϜω « qui prête l'oreille à, qui se prête à » ; sel. d'autres, de [[ἐν]], [[ἄημι]]=*ἄϜημι « au soufle favorable, propice ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth