διαριθμέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> compter en détail, énumérer;<br /><b>2</b> distinguer nettement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀριθμέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> compter en détail, énumérer;<br /><b>2</b> distinguer nettement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀριθμέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διᾰριθμέω''': μέλλ. -ήσω, [[λογαριάζω]] ἓν πρὸς ἓν, ἀπαριθμῶ, ψήφους Εὐρ. Ι. Τ. 966· ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντας Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 13·― ἀλλὰ συχνότερον ἐν τῷ μέσ., ὡς Πλάτ. Κρατ. 437D, κ. ἀλλ.― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 4. 14, 1. 2) [[διακρίνω]], Πλάτ. Φαίδρ. 273Ε, Γοργ. 301Α· διαριθμήσασθαι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Νόμ. 633Α.― Παθ., διακρίνομαι, Αἰσχίν. 83. 32.
|elnltext=δι-αριθμέω act. (één voor één) tellen:. ψήφους stemmen Eur. IT 966. apart rekenen:. διαριθμῶν … οὐδέν’ αὔξεσθαι θέλει hij wil verheerlijkt worden zonder daarbij iemand uit te zonderen (d.w.z. door iedereen) Eur. Bac. 209. med., filos. op een rijtje zetten, classificeren, onderscheiden:. οὐδὲν διαριθμησαμένη zonder enig onderscheid te maken Plat. Grg. 501a; καθ’ ἕκαστον … ἀκριβῶς διαριθμήσασθαι om precies één voor één op een rijtje te zetten Aristot. Rh. 1359b2.
}}
{{elru
|elrutext='''διᾰριθμέω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> [[подсчитывать]], [[считать]] (ψήφους Eur.; [[ἀργυρίδιον]] Arph.; med. τὰ ὀνόματα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[рассматривать]], [[исследовать]] ([[ἄλογος]] καὶ οὐδὲν διαριθμησάμενος Plat.): τούτων διηριθμημένων Arst. по рассмотрении этого.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[λογαριάζω]] ένα προς ένα, [[απαριθμώ]], [[καταμετρώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακρίνω]], [[διαφοροποιώ]], [[θέτω]] διακριτικά γνωρίσματα, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι [[χαρακτηριστικός]], [[διαφορετικός]], προεξέχων, [[διαπρεπής]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''διᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[λογαριάζω]] ένα προς ένα, [[απαριθμώ]], [[καταμετρώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακρίνω]], [[διαφοροποιώ]], [[θέτω]] διακριτικά γνωρίσματα, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι [[χαρακτηριστικός]], [[διαφορετικός]], προεξέχων, [[διαπρεπής]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διᾰριθμέω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> [[подсчитывать]], [[считать]] (ψήφους Eur.; [[ἀργυρίδιον]] Arph.; med. τὰ ὀνόματα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[рассматривать]], [[исследовать]] ([[ἄλογος]] καὶ οὐδὲν διαριθμησάμενος Plat.): τούτων διηριθμημένων Arst. по рассмотрении этого.
|lstext='''διᾰριθμέω''': μέλλ. -ήσω, [[λογαριάζω]] ἓν πρὸς ἓν, ἀπαριθμῶ, ψήφους Εὐρ. Ι. Τ. 966· ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντας Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 13·― ἀλλὰ συχνότερον ἐν τῷ μέσ., ὡς Πλάτ. Κρατ. 437D, κ. ἀλλ.― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 4. 14, 1. 2) [[διακρίνω]], Πλάτ. Φαίδρ. 273Ε, Γοργ. 301Α· διαριθμήσασθαι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Νόμ. 633Α.― Παθ., διακρίνομαι, Αἰσχίν. 83. 32.
}}
{{elnl
|elnltext=δι-αριθμέω act. (één voor één) tellen:. ψήφους stemmen Eur. IT 966. apart rekenen:. διαριθμῶν … οὐδέν’ αὔξεσθαι θέλει hij wil verheerlijkt worden zonder daarbij iemand uit te zonderen (d.w.z. door iedereen) Eur. Bac. 209. med., filos. op een rijtje zetten, classificeren, onderscheiden:. οὐδὲν διαριθμησαμένη zonder enig onderscheid te maken Plat. Grg. 501a; καθ’ ἕκαστον … ἀκριβῶς διαριθμήσασθαι om precies één voor één op een rijtje te zetten Aristot. Rh. 1359b2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to [[reckon]] up one by one, [[enumerate]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[draw]] distinctions, [[distinguish]], Plat.: —Pass. to be [[distinguished]], Aeschin.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to [[reckon]] up one by one, [[enumerate]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[draw]] distinctions, [[distinguish]], Plat.: —Pass. to be [[distinguished]], Aeschin.
}}
}}