διδάσκω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 19: Line 19:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[διδάξω]], <i>ao.</i> [[ἐδίδαξα]], <i>pf.</i> [[δεδίδαχα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἐδιδάχθην, <i>pf.</i> δεδίδαγμαι;<br /><b>1</b> enseigner, instruire, apprendre : [[τι]], enseigner qch ; τινα, instruire qqn ; τινα ποιεῖν [[τι]], <i>postér.</i> τινι ποιεῖν [[τι]] PLUT apprendre à qqn à faire qch ; περὶ [[τῶν]] πεπραγμένων διδάξοντας [[ὡς]] ξυνέφερε THC devant expliquer les faits en les présentant sous un jour favονable ; <i>abs.</i> [[πῶς]] [[δή]] ; δίδαξον ESCHL comment donc ? explique ; λέγων διδασκέτω XÉN qu’il parle et qu’il s'explique ; <i>Pass.</i> avec un gén. : διδασκόμενος πολέμοιο IL instruit <i>ou</i> expert dans la guerre;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> διδάσκειν [[δρᾶμα]] HDT, διθύραμβον HDT faire représenter une pièce, un dithyrambe, <i>etc., litt.</i> donner les instructions nécessaires aux acteurs qui doivent jouer;<br /><i><b>Moy.</b></i> διδάσκομαι (<i>f.</i> διδάξομαι);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire instruire : [[τι]] τοὺς υἱέας PLAT faire apprendre qch à ses enfants;<br /><b>2</b> instruire, enseigner qqn;<br /><b>II.</b> <i>au sens réfléchi</i> s'instruire soi-même, apprendre pour soi : ἀστυνόμους [[ὀργάς]] SOPH apprendre à connaître les lois qui régissent les cités.<br />'''Étymologie:''' pour *δι-δάκ-σκω, de la R. Δακ = <i>lat.</i> doceo, développement de la R. Δα, apprendre, avec redoublement ; cf. *δάω.
|btext=<i>f.</i> [[διδάξω]], <i>ao.</i> [[ἐδίδαξα]], <i>pf.</i> [[δεδίδαχα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἐδιδάχθην, <i>pf.</i> δεδίδαγμαι;<br /><b>1</b> enseigner, instruire, apprendre : [[τι]], enseigner qch ; τινα, instruire qqn ; τινα ποιεῖν [[τι]], <i>postér.</i> τινι ποιεῖν [[τι]] PLUT apprendre à qqn à faire qch ; περὶ [[τῶν]] πεπραγμένων διδάξοντας [[ὡς]] ξυνέφερε THC devant expliquer les faits en les présentant sous un jour favονable ; <i>abs.</i> [[πῶς]] [[δή]] ; δίδαξον ESCHL comment donc ? explique ; λέγων διδασκέτω XÉN qu’il parle et qu’il s'explique ; <i>Pass.</i> avec un gén. : διδασκόμενος πολέμοιο IL instruit <i>ou</i> expert dans la guerre;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> διδάσκειν [[δρᾶμα]] HDT, διθύραμβον HDT faire représenter une pièce, un dithyrambe, <i>etc., litt.</i> donner les instructions nécessaires aux acteurs qui doivent jouer;<br /><i><b>Moy.</b></i> διδάσκομαι (<i>f.</i> διδάξομαι);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire instruire : [[τι]] τοὺς υἱέας PLAT faire apprendre qch à ses enfants;<br /><b>2</b> instruire, enseigner qqn;<br /><b>II.</b> <i>au sens réfléchi</i> s'instruire soi-même, apprendre pour soi : ἀστυνόμους [[ὀργάς]] SOPH apprendre à connaître les lois qui régissent les cités.<br />'''Étymologie:''' pour *δι-δάκ-σκω, de la R. Δακ = <i>lat.</i> doceo, développement de la R. Δα, apprendre, avec redoublement ; cf. *δάω.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐδάσκω:''' (aor. [[ἐδίδαξα]], HH, Hes. тж. ἐδιδάσκησα, pf. [[δεδίδαχα]]; pass.: aor. ἐδιδάχθην, pf. [[δεδίδαγμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[реже]] med. учить, обучать (τινά τι Hom., Eur., Xen., Plat., Arst., τινὰ περί τινος Thuc., Arph., τινά ποιεῖν τι Hom., Lys., Plat., редко τινί ποιεῖν τι Plut.): διδάξαι τινὰ ἱππέα (sc. εἶναι) Plat. обучить кого-л. верховой езде; τά σε [[προτί]] φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι Hom. этому ты, говорят, научился у Ахилла; διδασκόμενος πολέμοιο Hom. обучаясь военному делу; med. (преимущ.) учиться, обучаться, изучать (τι Soph., Arph. и ποιεῖν τι Eur.) или обучить (τινά τι Plat., τινα ποιεῖν τι Plat. и τινά τινα Xen., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[поучать]], [[наставлять]]: [[πῶς]] δή, δίδαξον Aesch. объясни же, как именно; λέγων διδασκέτω Xen. пусть выступит и растолкует; πέμπουσι πρέσβεις περὶ τῶν πεπραγμένων διδάξοντας Thuc. они отправляют послов, которые сообщили бы о принятых мерах;<br /><b class="num">3)</b> театр. [[разучивать]], [[ставить]] (на сцене), представлять ([[δρᾶμα]] Her.; Πέρσας, sc. Αἰσχύλου Arph.): [[ἄγριοι]], οὓς [[Φερεκράτης]] ἐδίδαξεν Plat. дикари, которых вывел на сцену Ферекрат.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 40: Line 43:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐδάσκω:''' Επικ. απαρ. <i>-έμεναι</i>, <i>-[[έμεν]]</i>, μέλ. [[διδάξω]], αόρ. αʹ [[ἐδίδαξα]], ποιητ. <i>ἐδιδάσκησα</i>, παρακ. <i>δεδίδᾰχα</i> — Μέσ. μέλ. <i>διδάξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδιδαξάμην</i> — Παθ. μέλ. <i>διδαχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδιδάχθην</i>, παρακ. <i>δεδίδαγμαι</i> (αναδιπλ. [[τύπος]] του <i>δάω</i>, με Ενεργ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εκπαιδεύω]] (δηλ. [[καθοδηγώ]]) έναν άνθρωπο ή του [[διδάσκω]] [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με [[διπλή]] αιτ., <i>σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν</i>, σε δίδαξαν [[ιππασία]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[διδάσκω]] σε κάποιον ένα [[πράγμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, δ. τινὰ [[περί]] τινος, σε Αριστοφ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[διδάσκω]] σε κάποιον να είναι έτσι, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ. μόνο, <i>δίδαξε βάλλειν</i>, του έμαθαν τη [[χρήση]] του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με το απαρ. να παραλείπεται, <i>διδάσκειν τινὰ ἱππέα</i> (ενν. [[εἶναι]]), [[εκπαιδεύω]] κάποιον ως καβαλάρη, σε Πλάτ.· ομοίως, <i>δ. τινὰ σοφόν</i>, [[κακόν]], σε Ευρ. — Μέσ., διδάσκομαι, [[μαθαίνω]], σε Σοφ.· όμως η [[συνήθης]] [[σημασία]] της Μέσ., [[εκπαιδεύω]] κάποιον [[άλλο]], λέγεται για έναν [[πατέρα]] που εκπαιδεύει τον γιο του, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., διδάσκομαι, εκπαιδεύομαι, με γεν., <i>διδασκόμενος πολέμοιο</i>, εκπαιδευμένος στον πόλεμο, [[εμπειροπόλεμος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ. κ.λπ.· με απαρ., [[δεδιδαγμένος]] [[εἶναι]], σε Ηρόδ.· <i>διδάσκεται λέγειν ἀκοῦσαί θ'</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> το <i>διδάσκειν</i> χρησιμοποιείται για τους δραματικούς ποιητές, οι οποίοι αρχικά δίδασκαν στους υποκριτές τα [[λόγια]] τους, σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''δῐδάσκω:''' Επικ. απαρ. <i>-έμεναι</i>, <i>-[[έμεν]]</i>, μέλ. [[διδάξω]], αόρ. αʹ [[ἐδίδαξα]], ποιητ. <i>ἐδιδάσκησα</i>, παρακ. <i>δεδίδᾰχα</i> — Μέσ. μέλ. <i>διδάξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδιδαξάμην</i> — Παθ. μέλ. <i>διδαχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδιδάχθην</i>, παρακ. <i>δεδίδαγμαι</i> (αναδιπλ. [[τύπος]] του <i>δάω</i>, με Ενεργ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εκπαιδεύω]] (δηλ. [[καθοδηγώ]]) έναν άνθρωπο ή του [[διδάσκω]] [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με [[διπλή]] αιτ., <i>σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν</i>, σε δίδαξαν [[ιππασία]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[διδάσκω]] σε κάποιον ένα [[πράγμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, δ. τινὰ [[περί]] τινος, σε Αριστοφ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[διδάσκω]] σε κάποιον να είναι έτσι, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ. μόνο, <i>δίδαξε βάλλειν</i>, του έμαθαν τη [[χρήση]] του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με το απαρ. να παραλείπεται, <i>διδάσκειν τινὰ ἱππέα</i> (ενν. [[εἶναι]]), [[εκπαιδεύω]] κάποιον ως καβαλάρη, σε Πλάτ.· ομοίως, <i>δ. τινὰ σοφόν</i>, [[κακόν]], σε Ευρ. — Μέσ., διδάσκομαι, [[μαθαίνω]], σε Σοφ.· όμως η [[συνήθης]] [[σημασία]] της Μέσ., [[εκπαιδεύω]] κάποιον [[άλλο]], λέγεται για έναν [[πατέρα]] που εκπαιδεύει τον γιο του, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., διδάσκομαι, εκπαιδεύομαι, με γεν., <i>διδασκόμενος πολέμοιο</i>, εκπαιδευμένος στον πόλεμο, [[εμπειροπόλεμος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ. κ.λπ.· με απαρ., [[δεδιδαγμένος]] [[εἶναι]], σε Ηρόδ.· <i>διδάσκεται λέγειν ἀκοῦσαί θ'</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> το <i>διδάσκειν</i> χρησιμοποιείται για τους δραματικούς ποιητές, οι οποίοι αρχικά δίδασκαν στους υποκριτές τα [[λόγια]] τους, σε Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐδάσκω:''' (aor. [[ἐδίδαξα]], HH, Hes. тж. ἐδιδάσκησα, pf. [[δεδίδαχα]]; pass.: aor. ἐδιδάχθην, pf. [[δεδίδαγμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[реже]] med. учить, обучать (τινά τι Hom., Eur., Xen., Plat., Arst., τινὰ περί τινος Thuc., Arph., τινά ποιεῖν τι Hom., Lys., Plat., редко τινί ποιεῖν τι Plut.): διδάξαι τινὰ ἱππέα (sc. εἶναι) Plat. обучить кого-л. верховой езде; τά σε [[προτί]] φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι Hom. этому ты, говорят, научился у Ахилла; διδασκόμενος πολέμοιο Hom. обучаясь военному делу; med. (преимущ.) учиться, обучаться, изучать (τι Soph., Arph. и ποιεῖν τι Eur.) или обучить (τινά τι Plat., τινα ποιεῖν τι Plat. и τινά τινα Xen., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[поучать]], [[наставлять]]: [[πῶς]] δή, δίδαξον Aesch. объясни же, как именно; λέγων διδασκέτω Xen. пусть выступит и растолкует; πέμπουσι πρέσβεις περὶ τῶν πεπραγμένων διδάξοντας Thuc. они отправляют послов, которые сообщили бы о принятых мерах;<br /><b class="num">3)</b> театр. [[разучивать]], [[ставить]] (на сцене), представлять ([[δρᾶμα]] Her.; Πέρσας, sc. Αἰσχύλου Arph.): [[ἄγριοι]], οὓς [[Φερεκράτης]] ἐδίδαξεν Plat. дикари, которых вывел на сцену Ферекрат.
}}
}}
{{etym
{{etym