διαψεύδω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=tromper ; <i>Pass.</i> se tromper : τινος s'abuser sur qch ; δ. [[περί]] τινος se tromper en qch ; [[τῶν]] λογισμῶν PLUT se tromper dans ses calculs;<br /><i><b>Moy.</b> (ao. Pass.</i> διεψεύσθην, <i>au sens Moy.</i>) tromper par un mensonge : τινα qqn ; <i>abs.</i> mentir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψεύδω]].
|btext=tromper ; <i>Pass.</i> se tromper : τινος s'abuser sur qch ; δ. [[περί]] τινος se tromper en qch ; [[τῶν]] λογισμῶν PLUT se tromper dans ses calculs;<br /><i><b>Moy.</b> (ao. Pass.</i> διεψεύσθην, <i>au sens Moy.</i>) tromper par un mensonge : τινα qqn ; <i>abs.</i> mentir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψεύδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαψεύδω:''' преимущ. med. обманывать (τινα Dem., med. Arst., Plut.; med. τὴν πατρίδα τῶν ἐλπίδων Polyb.): [[Ἡρόδοτος]] διέψευοται γράψας τοὺς Αἰθίοπας … Arst. Геродот неправильно написал, будто эфиопы …; pass. быть обманываемым (τινος Polyb.), преимущ. обманываться, заблуждаться, ошибаться (τινος Xen., Dem., περί τινος Plat., τινι, τι и περί τι Arst.): διαψευσθῆναι τοῖς λογισμοῖς Polyb. или τῶν λογισμῶν Plut. ошибиться в расчетах.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαψεύδω:''' μέλ. <i>-ψεύσομαι</i>, [[εξαπατώ]] [[ολότελα]], σε Δημ. — Παθ., <i>διαψεύδομαι</i>, παρακ. <i>-έψευσμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εψεύσθην</i>· είμαι εξαπατημένος, μπερδεμένος, παραπλανημένος, στον ίδ.· <i>δ. τινος</i>, απατώμαι από ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ξεν., Δημ.· [[περί]] τι ή <i>τινι</i>, σε Αριστ.
|lsmtext='''διαψεύδω:''' μέλ. <i>-ψεύσομαι</i>, [[εξαπατώ]] [[ολότελα]], σε Δημ. — Παθ., <i>διαψεύδομαι</i>, παρακ. <i>-έψευσμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εψεύσθην</i>· είμαι εξαπατημένος, μπερδεμένος, παραπλανημένος, στον ίδ.· <i>δ. τινος</i>, απατώμαι από ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ξεν., Δημ.· [[περί]] τι ή <i>τινι</i>, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαψεύδω:''' преимущ. med. обманывать (τινα Dem., med. Arst., Plut.; med. τὴν πατρίδα τῶν ἐλπίδων Polyb.): [[Ἡρόδοτος]] διέψευοται γράψας τοὺς Αἰθίοπας … Arst. Геродот неправильно написал, будто эфиопы …; pass. быть обманываемым (τινος Polyb.), преимущ. обманываться, заблуждаться, ошибаться (τινος Xen., Dem., περί τινος Plat., τινι, τι и περί τι Arst.): διαψευσθῆναι τοῖς λογισμοῖς Polyb. или τῶν λογισμῶν Plut. ошибиться в расчетах.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ψεύσομαι [[pass]] διαψεύδομαι perf. -έψευσμαι aor1 -εψεύσθην<br />to [[deceive]] [[utterly]], Dem.:— Pass. to be deceived, [[mistaken]], Dem.; δ. τινος to be cheated of, deceived in a [[person]] or [[thing]], Xen., Dem.; [[περί]] τι or τινι Arist.
|mdlsjtxt=fut. -ψεύσομαι [[pass]] διαψεύδομαι perf. -έψευσμαι aor1 -εψεύσθην<br />to [[deceive]] [[utterly]], Dem.:— Pass. to be deceived, [[mistaken]], Dem.; δ. τινος to be cheated of, deceived in a [[person]] or [[thing]], Xen., Dem.; [[περί]] τι or τινι Arist.
}}
}}