κάπηλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui vend en détail ; petit marchand, brocanteur ; <i>fig., en mauv. part</i>, qui trafique de qch;<br /><b>2</b> débitant de vin, cabaretier.<br />'''Étymologie:''' DELG soit de [[κάπη]], soit emprunt.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui vend en détail ; petit marchand, brocanteur ; <i>fig., en mauv. part</i>, qui trafique de qch;<br /><b>2</b> débitant de vin, cabaretier.<br />'''Étymologie:''' DELG soit de [[κάπη]], soit emprunt.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάπηλος''': , [[μικρέμπορος]], λιανοπωλητής, [[μεταπράτης]], Λατ. propola, institor, Ἡρόδ. 1. 94., 2. 141, καὶ Ἀττ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἔμπορον, Λυσ. 166. 17, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42, Πλάτ. Πολ. 371D, Πρωτ. 314Α· ἢ πρὸς τὸν παράγοντα τὸ πωλούμενον (τὸν αὐτοπώλην), ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 231D. Πολιτικ. 260D· λέγεται ἐπὶ τοῦ Δαρείου διὰ τὰς αὐστηρὰς [[αὐτοῦ]] οίκονομικὰς διακανονίσεις, Ἡρόδ. 3. 89: - [[κάπηλος]] ἀσπίδων, ὅπλων Ἀριστοφ. Εἰρ. 477, 1209· οὕτω δὲ καὶ ἐν συνθέσει, ἀνδραποδο-, βιβλιο-, ἱματιο-, σιτο-[[κάπηλος]]. 2) ἰδίως ὁ διατηρῶν [[καπηλεῖον]], Λατ. [[caupo]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 347, Λυσ. Ἀποσπ. 3, Λονκ., κλ. 3) μεταφορ. κ. πονηρίας, ὁ μεταχειριζόμενος δόλους, Δημ. 784. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[κάπηλος]], ον = [[καπηλικός]], [[κάπηλος]] [[βίος]] Διον. Ἁλ. 9. 25· ἰδίως, ἐξαπατῶν, [[δόλιος]] [[πανοῦργος]], κ. προσφέρων τεχνήματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338. «κάπηλον [[φρόνημα]]: παλίμβουλον καὶ οὐχ ὑγιές, ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν καπήλων τῶν μὴ πιπρασκόντων εἰλικρινῆ καὶ ἀκέραια τὰ ὤνια» Α. Β. 49. ([[κάπηλος]], καπηλὶς = Λατ. [[caupo]], [[copa]]: - Γοτθ. kaupôn, Ἀρχ. Σκανδ. kaupa, Ἀρχ Ὑψηλ. Γερμ. koufan, kaufon, Ἀγγλο-Σαξον. ceapian, τὰ δὲ Ἀγγλικὰ chaffer, cheap, Chipping, chap-man, horse-couper, κτλ. φαίνεται ὅτι παρελήφθησαν ἐκ τῆς Λατ.· [[διότι]] τὸ Ἑλλ. κ (c) ἔπρεπε νὰ ἐκφέρηται διὰ τοῦ Τευτον. k ἢ g).
|elnltext=κάπηλος -ου, ὁ [~ κάπη?] winkelier, kleine handelaar:; σιτία καὶ ποτὰ πριάμενον παρὰ τοῦ καπήλου wanneer je eetwaren of drank van de winkelier koopt Plat. Prot. 314a; kroegbaas.
}}
{{elru
|elrutext='''κάπηλος:'''<br /><b class="num">I</b> (ᾰ) <br /><b class="num">1)</b> [[мелкий торговец]], [[лавочник]], [[торговец в разнос]] (κάπηλοι καὶ χειρώνακτες καὶ [[ἀγοραῖοι]] Her.; πρίασθαί τι παρὰ τοῦ καπήλου καὶ ἐμπόρου Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[трактирщик]], [[кабатчик]] Arph., Lys., Luc.;<br /><b class="num">3)</b> [[торгаш]], [[плут]], [[мошенник]], Her., Dem. [[торгашеский]], [[плутовской]], [[мошеннический]] (τεχνήματα Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κάπηλος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> μικροέμπορος, [[μεταπωλητής]], [[γυρολόγος]], [[πλανόδιος]] [[έμπορος]], [[πωλητής]] του δρόμου, [[πραματευτής]], [[άνθρωπος]] που κάνει παζάρια, Λατ. [[institor]], σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το [[ἔμπορος]], σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για το Δαρείο και για τις αυστηρές οικονομικές του ρυθμίσεις, σε Ηρόδ.· <i>κ. ἀσπίδων</i>, <i>ὅπλων</i>, [[προμηθευτής]] σε..., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδιοκτήτης]] καπηλειού, [[ταβερνιάρης]], [[οινοπώλης]], [[πανδοχέας]], Λατ. [[caupo]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., <i>κ. πονηρίας</i>, αυτός που μεταχειρίζεται δόλους, [[πανούργος]], σε Δημ.
|lsmtext='''κάπηλος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> μικροέμπορος, [[μεταπωλητής]], [[γυρολόγος]], [[πλανόδιος]] [[έμπορος]], [[πωλητής]] του δρόμου, [[πραματευτής]], [[άνθρωπος]] που κάνει παζάρια, Λατ. [[institor]], σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το [[ἔμπορος]], σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για το Δαρείο και για τις αυστηρές οικονομικές του ρυθμίσεις, σε Ηρόδ.· <i>κ. ἀσπίδων</i>, <i>ὅπλων</i>, [[προμηθευτής]] σε..., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδιοκτήτης]] καπηλειού, [[ταβερνιάρης]], [[οινοπώλης]], [[πανδοχέας]], Λατ. [[caupo]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., <i>κ. πονηρίας</i>, αυτός που μεταχειρίζεται δόλους, [[πανούργος]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάπηλος:'''<br /><b class="num">I</b> (ᾰ) <br /><b class="num">1)</b> [[мелкий торговец]], [[лавочник]], [[торговец в разнос]] (κάπηλοι καὶ χειρώνακτες καὶ [[ἀγοραῖοι]] Her.; πρίασθαί τι παρὰ τοῦ καπήλου καὶ ἐμπόρου Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[трактирщик]], [[кабатчик]] Arph., Lys., Luc.;<br /><b class="num">3)</b> [[торгаш]], [[плут]], [[мошенник]], Her., Dem. [[торгашеский]], [[плутовской]], [[мошеннический]] (τεχνήματα Aesch.).
|lstext='''κάπηλος''': , [[μικρέμπορος]], λιανοπωλητής, [[μεταπράτης]], Λατ. propola, institor, Ἡρόδ. 1. 94., 2. 141, καὶ Ἀττ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἔμπορον, Λυσ. 166. 17, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42, Πλάτ. Πολ. 371D, Πρωτ. 314Α· ἢ πρὸς τὸν παράγοντα τὸ πωλούμενον (τὸν αὐτοπώλην), ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 231D. Πολιτικ. 260D· λέγεται ἐπὶ τοῦ Δαρείου διὰ τὰς αὐστηρὰς [[αὐτοῦ]] οίκονομικὰς διακανονίσεις, Ἡρόδ. 3. 89: - [[κάπηλος]] ἀσπίδων, ὅπλων Ἀριστοφ. Εἰρ. 477, 1209· οὕτω δὲ καὶ ἐν συνθέσει, ἀνδραποδο-, βιβλιο-, ἱματιο-, σιτο-[[κάπηλος]]. 2) ἰδίως ὁ διατηρῶν [[καπηλεῖον]], Λατ. [[caupo]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 347, Λυσ. Ἀποσπ. 3, Λονκ., κλ. 3) μεταφορ. κ. πονηρίας, ὁ μεταχειριζόμενος δόλους, Δημ. 784. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[κάπηλος]], ον = [[καπηλικός]], [[κάπηλος]] [[βίος]] Διον. Ἁλ. 9. 25· ἰδίως, ἐξαπατῶν, [[δόλιος]] [[πανοῦργος]], κ. προσφέρων τεχνήματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338. «κάπηλον [[φρόνημα]]: παλίμβουλον καὶ οὐχ ὑγιές, ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν καπήλων τῶν μὴ πιπρασκόντων εἰλικρινῆ καὶ ἀκέραια τὰ ὤνια» Α. Β. 49. ([[κάπηλος]], καπηλὶς = Λατ. [[caupo]], [[copa]]: - Γοτθ. kaupôn, Ἀρχ. Σκανδ. kaupa, Ἀρχ Ὑψηλ. Γερμ. koufan, kaufon, Ἀγγλο-Σαξον. ceapian, τὰ δὲ Ἀγγλικὰ chaffer, cheap, Chipping, chap-man, horse-couper, κτλ. φαίνεται ὅτι παρελήφθησαν ἐκ τῆς Λατ.· [[διότι]] τὸ Ἑλλ. κ (c) ἔπρεπε νὰ ἐκφέρηται διὰ τοῦ Τευτον. k ἢ g).
}}
{{elnl
|elnltext=κάπηλος -ου, [~ κάπη?] winkelier, kleine handelaar:; σιτία καὶ ποτὰ πριάμενον παρὰ τοῦ καπήλου wanneer je eetwaren of drank van de winkelier koopt Plat. Prot. 314a; kroegbaas.
}}
}}
{{etym
{{etym