3,274,447
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=<i>ao.</i> διεδίκασα;<br />([[διά]] entre) décider entre deux parties, décider comme juge, juger ; δ. ἀστρατείας XÉN juger un procès pour refus <i>ou</i> désertion de service militaire;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαδικάζομαι (<i>ao.</i> διεδικασάμην);<br /><b>1</b> intenter un procès, plaider;<br /><b>2</b> se faire juger.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δικάζω]]. | |btext=<i>ao.</i> διεδίκασα;<br />([[διά]] entre) décider entre deux parties, décider comme juge, juger ; δ. ἀστρατείας XÉN juger un procès pour refus <i>ou</i> désertion de service militaire;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαδικάζομαι (<i>ao.</i> διεδικασάμην);<br /><b>1</b> intenter un procès, plaider;<br /><b>2</b> se faire juger.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δικάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δια-δικάζω act. vonnis vellen:; κρύβδην τὰς κρίσεις διαδικάζει (de rechtbanken) vellen hun vonnissen in het geheim Plat. Lg. 876b; pregn.: διαδικάζειν τὸ δι’ ὅλου τοῦ ἔτους δικάζειν ‘[[diadikazein]]’ is het hele jaar door rechter zijn Criti. B71. med. een proces aangaan:; ἠνάγκαζον ἐν αὐτῇ τῇ πόλει διαδικάζεσθαι zij dwongen hen in de stad zelf hun processen te voeren Xen. Hell. 5.3.10; overdr.: διαδικασόμεθα... περὶ τῆς σοφίας wij zullen onze aanspraak op wijsheid in een proces gaan uitvechten Plat. Smp. 175e. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαδῐκάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разбирать]], [[судить]], [[решать]] (κρίσεις Plat.; ἀμφισβητήσεις Arst.): δ. τινός Xen. судить за что-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[присуждать]]: [[μέχρι]] ἑκατὸν δραχμῶν νομίσματος κύριοι διαδικάζοντες Plat. уполномоченные присуждать к штрафу до ста драхм; οἱ διαδικασάμενοι Plat. осужденные;<br /><b class="num">3)</b> med. [[судиться]] (περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων Plat.; [[ὑπὲρ]] σύλων Arst.): ἐν τοῖς φίλοις διαδικάσασθαί τι Dem. обсудить что-л. в кругу друзей; διαδικασθῆναι (pass. = med.) πρός τινα περὶ τοῦ χωρίου Diog. L. оспаривать у кого-л. землю. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διαδῐκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κρίνω]] μια [[υπόθεση]] ως [[δικαστής]] ([[ετυμηγορώ]]), σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., [[αποφασίζω]] [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[προσφεύγω]] στη [[δικαιοσύνη]], <i>τινι</i>, με κάποιον, έχω δικαστική [[διαμάχη]] μαζί του, σε Πλάτ.· διαδικάσασθαι τὰ πρὸς [[ἐμέ]], να τακτοποιήσουμε το [[ζήτημα]] μέσω διαιτησίας, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> υποβάλλομαι σε [[δίκη]], δικάζομαι, σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''διαδῐκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κρίνω]] μια [[υπόθεση]] ως [[δικαστής]] ([[ετυμηγορώ]]), σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., [[αποφασίζω]] [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[προσφεύγω]] στη [[δικαιοσύνη]], <i>τινι</i>, με κάποιον, έχω δικαστική [[διαμάχη]] μαζί του, σε Πλάτ.· διαδικάσασθαι τὰ πρὸς [[ἐμέ]], να τακτοποιήσουμε το [[ζήτημα]] μέσω διαιτησίας, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> υποβάλλομαι σε [[δίκη]], δικάζομαι, σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διαδῐκάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐκφέρω]] κρίσιν ἔν τινι ὑποθέσει ὡς [[δικαστής]], Ἀνδοκ. 4. 42, Πλάτ. Πολ. 614C· - μετ’ αἰτιατ. πράγμ., [[συμβιβάζω]], Ξεν. Ἀθην. 3, 4· διεδίκαξαν δίκας (Βοιωτ.) Keil Ἐπιγρ. IV β. 10· τὰς ἀμφισβητήσεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 385· πρβλ. [[διαδικασία]]. 2) Μέσ., [[ὑπάγω]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]], διαφιλονικῶ δικαστικῶς, διαδικασόμενος τῇ βουλῇ περὶ ἀληθείας Δείναρχ. 105. 5, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 175Ε, κτλ.· διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ, νὰ τακτοποιήσωμεν τὴν ὑπόθεσιν διὰ φιλικῆς διαιτησίας, Δημ. 864. 8. β) ἐν τῷ μέσῳ [[ὡσαύτως]], [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτὸν εἰς δίκην, Πλάτ. Φαίδωνι 107D, 113D. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 10 - ὁ παθητ. ἀόρ. διαδικασθῆναι = διαδικάσασθαι ἀπαντᾷ παρὰ Διογ. Λ. 1. 74, Δίωνι Κ. 48. 12. ΙΙ. = δι’ ὅλου τοῦ ἔτους [[δικάζω]] Κριτίας 62. (Πολυδ. Η, 25). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. άσω<br /><b class="num">I.</b> to [[give]] [[judgment]] in a [[case]], Plat.: c. acc. rei, to [[decide]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to go to law, τινι with [[another]], Plat.; διαδικάσασθαι τὰ πρὸς ἐμέ to [[have]] a [[matter]] [[settled]] by [[arbitration]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> to [[submit]] [[oneself]] to [[trial]], Plat., Xen. | |mdlsjtxt=fut. άσω<br /><b class="num">I.</b> to [[give]] [[judgment]] in a [[case]], Plat.: c. acc. rei, to [[decide]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to go to law, τινι with [[another]], Plat.; διαδικάσασθαι τὰ πρὸς ἐμέ to [[have]] a [[matter]] [[settled]] by [[arbitration]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> to [[submit]] [[oneself]] to [[trial]], Plat., Xen. | ||
}} | }} |