καρχαρόδους: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όδοντος;<br />aux dents aiguës, acérées.<br />'''Étymologie:''' [[κάρχαρος]], όδούς.
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όδοντος;<br />aux dents aiguës, acérées.<br />'''Étymologie:''' [[κάρχαρος]], όδούς.
}}
{{elnl
|elnltext=καρχαρόδους -όδοντος [κάρχαρος, ὀδούς] met scherpe tanden.
}}
{{elru
|elrutext='''καρχᾰρόδους:''' 2, gen. όδοντος с острыми зубами, зубастый (κύνες Hom.; [[ἅρπη]] Hes.; [[ζῷον]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρχᾰρόδους:''' ὁ, ἡ, -ουν, τό, αυτός που έχει κοφτερά δόντια, λέγεται για τα σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· αποδιδόμενο στον Κλέωνα από τον Αριστοφ.
|lsmtext='''καρχᾰρόδους:''' ὁ, ἡ, -ουν, τό, αυτός που έχει κοφτερά δόντια, λέγεται για τα σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· αποδιδόμενο στον Κλέωνα από τον Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=καρχαρόδους -όδοντος [κάρχαρος, ὀδούς] met scherpe tanden.
}}
{{elru
|elrutext='''καρχᾰρόδους:''' 2, gen. όδοντος с острыми зубами, зубастый (κύνες Hom.; [[ἅρπη]] Hes.; [[ζῷον]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from κάρχᾰρος]<br />with [[sharp]], [[jagged]] teeth, of dogs, Il.; applied to [[Cleon]] by Ar.
|mdlsjtxt=[from κάρχᾰρος]<br />with [[sharp]], [[jagged]] teeth, of dogs, Il.; applied to [[Cleon]] by Ar.
}}
}}