κωτίλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> qui babille;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui séduit par son babil ; séduisant, séducteur, enchanteur.<br />'''Étymologie:''' DELG sans étym.
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> qui babille;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui séduit par son babil ; séduisant, séducteur, enchanteur.<br />'''Étymologie:''' DELG sans étym.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κωτίλος''': , -ον, [[φλύαρος]], [[πολυλόγος]], [[ἀδολέσχης]], Λατ. garrulus, Θέογν. 295, Σοφ. Ἀποσπ. 606· ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 15. 89· ἐπὶ χελιδόνος, [[λάλος]], Ἀνακρ. 99, Σιμων. 243 (πρβλ. [[κωτιλάς]])· καὶ οὕτω [[καθόλου]] ἐπὶ ζῴων, [[ἅπερ]] ὁ Ἀριστ. διαιρεῖ εἰς κωτίλα καὶ σιγηλά, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29. ΙΙ. μεταφ., [[ζωηρός]], [[ἐκφραστικός]], ῥήματα Θεόκρ. 20. 7· ὄμματα κ., Λατ. loquaculi, Ἀνθ. Π. 5. 131· καταπειστικός, φίλτρα [[αὐτόθι]] 7. 221· κ. [[ἁρμονία]], [[μουσική]], οὐχὶ σοβαρὰ δηλαδ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 49, Πλούτ. 2. 1136Β.
|elnltext=κωτίλος -η -ον praatgraag:; τί δὲ τίν, εἰ κωτίλαι εἰμές; wat gaat het jou aan of wij praatgraag zijn? Theocr. Id. 15.89; verleidelijk:. κωτίλα ῥήματα verleidelijke woorden Theocr. Id. 20.7.
}}
{{elru
|elrutext='''κωτίλος:''' (ῐ)<br /><b class="num">1)</b> [[говорливый]], [[болтливый]] или [[щебечущий]] Theocr., Soph., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[выразительный]], [[многоговорящий]] (ῥήματα Theocr.; [[ὄμμα]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[манящий]], [[соблазнительный]] (φίλτρα Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κωτίλος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[χελιδόνι]], [[φλύαρος]], [[πολυλογάς]], αδολεσχής, σε Ανακρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, [[ομιλητικός]], Λατ. gartulus, σε Θέογν., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., εκφραστικά, ζωηρά, σε Θεόκρ., Ανθ.
|lsmtext='''κωτίλος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[χελιδόνι]], [[φλύαρος]], [[πολυλογάς]], αδολεσχής, σε Ανακρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, [[ομιλητικός]], Λατ. gartulus, σε Θέογν., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., εκφραστικά, ζωηρά, σε Θεόκρ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κωτίλος:''' (ῐ)<br /><b class="num">1)</b> [[говорливый]], [[болтливый]] или [[щебечущий]] Theocr., Soph., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[выразительный]], [[многоговорящий]] (ῥήματα Theocr.; [[ὄμμα]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[манящий]], [[соблазнительный]] (φίλτρα Anth.).
|lstext='''κωτίλος''': -η, -ον, [[φλύαρος]], [[πολυλόγος]], [[ἀδολέσχης]], Λατ. garrulus, Θέογν. 295, Σοφ. Ἀποσπ. 606· ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 15. 89· ἐπὶ χελιδόνος, [[λάλος]], Ἀνακρ. 99, Σιμων. 243 (πρβλ. [[κωτιλάς]])· καὶ οὕτω [[καθόλου]] ἐπὶ ζῴων, [[ἅπερ]] ὁ Ἀριστ. διαιρεῖ εἰς κωτίλα καὶ σιγηλά, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29. ΙΙ. μεταφ., [[ζωηρός]], [[ἐκφραστικός]], ῥήματα Θεόκρ. 20. 7· ὄμματα κ., Λατ. loquaculi, Ἀνθ. Π. 5. 131· καταπειστικός, φίλτρα [[αὐτόθι]] 7. 221· κ. [[ἁρμονία]], [[μουσική]], οὐχὶ σοβαρὰ δηλαδ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 49, Πλούτ. 2. 1136Β.
}}
{{elnl
|elnltext=κωτίλος -η -ον praatgraag:; τί δὲ τίν, εἰ κωτίλαι εἰμές; wat gaat het jou aan of wij praatgraag zijn? Theocr. Id. 15.89; verleidelijk:. κωτίλα ῥήματα verleidelijke woorden Theocr. Id. 20.7.
}}
}}
{{etym
{{etym