3,277,700
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ωτος (ὁ) :<br />dérision, moquerie : [[ὥσπερ]] [[κατάγελως]] τῆς πράξεως PLAT le plus plaisant de l'affaire.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γέλως]]. | |btext=ωτος (ὁ) :<br />dérision, moquerie : [[ὥσπερ]] [[κατάγελως]] τῆς πράξεως PLAT le plus plaisant de l'affaire.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γέλως]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κατάγελως -ωτος, ὁ [καταγελάω] acc. κατάγελων en κατάγελωτα, het uitlachen, spot:. κ. πλατύς onverbloemde spot Aristoph. Ach. 1126; ὁ κατάγελως τῆς πράξεως het belachelijke van de zaak Plat. Crit. 45e. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάγελως:''' ωτος ὁ<br /><b class="num">1)</b> осмеяние, тж. насмешка, острота ([[πλατύς]] Arph.): ἆρ᾽ αἰσθάνει τὸν κατάγελων; Arph. чувствуешь ли ты насмешку (т. е. что над тобой смеются)?;<br /><b class="num">2)</b> [[посмешище]], [[смешное]], [[нелепость]] (τῆς πράξεως Plat.): τί δῆτ᾽ ἐμαυτῆς καταγέλωτα [[ἔχω]] [[τάδε]]; Aesch. к чему на мне весь этот смешной наряд? | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κατάγελως:''' -ωτος, ὁ, [[κοροϊδία]], [[περίπαιγμα]], [[εμπαιγμός]], Λατ. [[ludibrium]], [[ἐμαυτοῦ]] καταγέλωτα [[τάδε]], αυτά τα κοσμήματα, επισύρουν τον εμπαιγμό [[εναντίον]] μου, σε Αισχύλ.· κ. [[πλατύς]], καθαρή, γνήσια, αληθινή [[κοροϊδία]], σε Αριστοφ.· <i>ὁ κ. τῆς πράξεως</i>, το [[αποκορύφωμα]] του παράλογου ενός πράγματος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''κατάγελως:''' -ωτος, ὁ, [[κοροϊδία]], [[περίπαιγμα]], [[εμπαιγμός]], Λατ. [[ludibrium]], [[ἐμαυτοῦ]] καταγέλωτα [[τάδε]], αυτά τα κοσμήματα, επισύρουν τον εμπαιγμό [[εναντίον]] μου, σε Αισχύλ.· κ. [[πλατύς]], καθαρή, γνήσια, αληθινή [[κοροϊδία]], σε Αριστοφ.· <i>ὁ κ. τῆς πράξεως</i>, το [[αποκορύφωμα]] του παράλογου ενός πράγματος, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατάγελως''': -ωτος, ὁ, [[περίγελως]], περίπαιγμα, ἐμπαιγμός, Λατ. Iudibrium, τί δῆτ’ [[ἐμαυτοῦ]] καταγέλωτ’ ἔχω τάδε; τὰ κοσμήματα [[ταῦτα]] [[ἅπερ]] ἐπισύρουσι κατ’ ἐμοῦ τὸν ἐμπαιγμὸν τῶν ἀνθρώπων; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1264, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 76, Ξεν. Οἰκ. 13, 5, κτλ.· κ. [[πλατύς]], [[μέγας]], [[ἄκρατος]] [[περίγελως]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126· κατάγελων… φίλοις παρασχεθεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 320· ὁ κ. τῆς πράξεως, τὸ [[κορύφωμα]] τῆς ἀτοπίας τοῦ πράγματος, Πλάτ. Κρίτων 45Ε· κατάγελων ἡγούμην πάντα Φιλόστρ. 303, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 22. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀντικείμενον γέλωτος, ουτος κ. νομίζεται Μένανδρ. ἐν «Ἐπαγγ.» 1. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |