κράζω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>f.</i> [[κεκράξομαι]], <i>ao.2</i> [[ἔκραγον]]. <i>rar. ao.</i> [[ἔκραξα]], <i>pf. au sens du prés.</i> [[κέκραγα]];<br /><b>1</b> pousser un cri rauque <i>ou</i> guttural;<br /><b>2</b> crier fortement, vociférer, faire du vacarme : κρ. ὑπέρφρονα SOPH lancer avec force des paroles hautaines ; κεκραγὼς [[ὡς]] DÉM ayant jeté les hauts cris, disant que, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' R. Κραγ, crier.
|btext=<i>f.</i> [[κεκράξομαι]], <i>ao.2</i> [[ἔκραγον]]. <i>rar. ao.</i> [[ἔκραξα]], <i>pf. au sens du prés.</i> [[κέκραγα]];<br /><b>1</b> pousser un cri rauque <i>ou</i> guttural;<br /><b>2</b> crier fortement, vociférer, faire du vacarme : κρ. ὑπέρφρονα SOPH lancer avec force des paroles hautaines ; κεκραγὼς [[ὡς]] DÉM ayant jeté les hauts cris, disant que, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' R. Κραγ, crier.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κράζω''': (ἴδε κατωτ.): μέλλ. κεκράξομαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 2, Ἀριστοφ. Ἱππ. 285, 487, Βάτρ. 258· [[μετέπειτα]] κράξω Ἀνθ. Π. 11. 141, Καιν. Διαθ.· ἀόρ. ἔκραξα Θεοφρ. π. Σημ. 4. 3, Ἀνθ. Π. 11. 211, Ἑβδ., κτλ., [[ὡσαύτως]] ἐκέκραξα Ἑβδ.: ἀόρ. βϳ, ἔκρᾱγον (ἀν-, ἐν-) Ἀντιφῶν 134. 29, Ἀριστοφ. Πλ. 428, κτλ.· ἐκέκρᾰγον Ἑβδ.· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. μετὰ σημασίας ἐνεστ. ([[διότι]] ὁ ἐνεστὼς [[εἶναι]] [[λίαν]] [[σπάνιος]], ἂν καὶ εὑρίσκεται ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 287, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23, Ποιητ. 22, 13), κέκρᾱγα, προστακτ. [[κέκραχθι]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 335, Σφ. 198, πληθ. κεκράγετε [[αὐτόθι]] 415· ὑπερσ. ἐκεκράγειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 674, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑΓ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λ. κραυγή, κραυγάζω, ὀνοματοπ. ὡς τὸ [[κρώζω]]· πρβλ. Σανσκρ. kruś, krôc-as ([[κραυγή]])· Λατ. croc-ito· Γοτθ. hruk-jan (φωνεῖν, Ἀγγλ. to crow)· Ἀγγλ. croak, κτλ.) Ἀντὶ τοῦ κέκρᾱγε, ἔχομεν κέκρᾰγε ἐν Ἀνθ. Π. 5. 87· ἀνεκεκρᾰγει Νικήτ. Εὐγ. 6. 29. Ρῆμα ἀπαντῶν μεθ’ Ὅμηρον, [[κρώζω]], ἐπὶ τοῦ [[κόρακος]], (πρβλ. [[κρώζω]])· Θεόφρ. ἔνθ. ἀνωτ.· ἐπὶ βατράχων, κεκραξόμεσθα Ἀριστοφ. Βάτρ. 258, πρβλ. 265· [[καθόλου]] [[κραυγάζω]], φωνάζω δυνατὰ ἢ [[ὀξέως]], σὺ δ’ αὖ κέκραγας Αἰσχύλ. Πρ. 765· κεκραγὼς καὶ βοῶν Ἀριστοφ. Πλ. 722· κέκραγε πρὸς τοὺς οἰκέτας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 982· [[κέκραχθι]] Ἀχ. 335, Σφ. 198· μὴ κεκράγετε [[αὐτόθι]] 415· κραγὸν κεκράξεται, θὰ φωνάξῃ δυνατά, ὁ αὐτ. Ἱππ. 487 ([[εἶναι]] δὲ τὸ κραγὸν ἀόρ. βϳ ἐν χρήσει ἐπιρρηματικῶς, πρβλ. κλαγγόν)· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., [[μέλος]] κέκραγα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· ποίου (δηλ. περὶ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ’ ὑπέρφρονα; Σοφ. Αἴ. 1236· ― σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., βοῶν... καὶ κεκραγώς, ὡς δεινὰ ποιῶ Δημ. 271. 11. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[κραυγάζω]], [[ἐγείρω]] κραυγὰς [[περί]] τινος πράγματος, Ἀριστοφ. Σφ. 103. κρᾰϳζω..
|elnltext=κράζω fut. later κράξω; aor. ἔκραξα, later met redupl. ἐκέκραξα; perf. κέκραγα, imperat. κέκραχθι, plqperf. ἐκεκράγειν; fut. perf. κεκράξομαι; meestal in perf., later ook in praes. van dieren krassen, kwaken. van mensen schreeuwen, krijsen, roepen; abs.:; κεκραγὼς καὶ βοῶν krijsend en roepend Aristoph. Pl. 722; ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῳ διδάσκων bij zijn onderricht in de tempel zei hij luid en duidelijk NT Io. 7.28; met acc. v. h. inw. obj.:; κράγον κεκράξεται hij gaat een kreet slaken Aristoph. Eq. 487; met ὡς:; κεκραγώς, ὡς schreeuwend, dat Dem. 18.132; met acc.: roepen om:. κέκραγεν ἐμβάδας hij roept om zijn sandalen Aristoph. Ve. 103.
}}
{{elru
|elrutext='''κράζω:''' (ᾱ) (fut. [[κεκράξομαι]] - поздн. κράξω, aor. 1 [[ἔκραξα]], aor. 2 ἔκρᾰγον, pf. = praes. [[κέκραγα|κέκρᾱγα]], ppf. ἐκεκράγειν, imper. [[κέκραχθι]] - pl. κεκράγετε)<br /><b class="num">1)</b> [[кричать]], [[квакать]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[кричать]], [[вопить]] (ἀπὸ τοῦ φόβου, ἔκραξεν λέγουσα NT): σὺ δ᾽ αὖ κέκραγας κἀναμυχθίζῃ Aesch. а ты все вопишь и стонешь; κεκραγέναι πρός τινα Arph. с криком обратиться к кому-л.; ποίου (= περὶ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ᾽ [[ὑπέρφρονα]]; Soph. о каком человеке ты столь нагло шумишь?; κεκραγώς Arst. крича, громким голосом;<br /><b class="num">3)</b> [[с криком требовать]] (τι Arph.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κράζω:''' Αττ. μέλ. [[κεκράξομαι]], [[έπειτα]] <i>κράξω</i>· αόρ. αʹ [[ἔκραξα]], αόρ. βʹ <i>ἔκρᾰγον</i>· παρακ. με [[σημασία]] ενεστ., <i>κέκρᾱγα</i>, απρόσ. [[κέκραχθι]], πληθ. <i>κεκράγετε</i>· υπερσ. <i>ἐκεκράγειν</i>· (√<i>ΚΡΑΓ</i>, όπως στον αόρ. βʹ)·<br /><b class="num">1.</b> [[κράζω]], [[κρώζω]], λέγεται για βατράχους, σε Αριστοφ.· γενικά, [[φωνάζω]], [[τσιρίζω]], [[ουρλιάζω]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· [[κέκραχθι]], σε Αριστοφ.· <i>κραγὸν κεκράξεται</i>, θα ουρλιάξει [[δυνατά]], στον ίδ.· (τὸ [[κραγόν]] είναι μτχ. αορ. βʹ που χρησιμ. επιρρηματικά).<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[κραυγάζω]] για [[κάτι]], στον ίδ.
|lsmtext='''κράζω:''' Αττ. μέλ. [[κεκράξομαι]], [[έπειτα]] <i>κράξω</i>· αόρ. αʹ [[ἔκραξα]], αόρ. βʹ <i>ἔκρᾰγον</i>· παρακ. με [[σημασία]] ενεστ., <i>κέκρᾱγα</i>, απρόσ. [[κέκραχθι]], πληθ. <i>κεκράγετε</i>· υπερσ. <i>ἐκεκράγειν</i>· (√<i>ΚΡΑΓ</i>, όπως στον αόρ. βʹ)·<br /><b class="num">1.</b> [[κράζω]], [[κρώζω]], λέγεται για βατράχους, σε Αριστοφ.· γενικά, [[φωνάζω]], [[τσιρίζω]], [[ουρλιάζω]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· [[κέκραχθι]], σε Αριστοφ.· <i>κραγὸν κεκράξεται</i>, θα ουρλιάξει [[δυνατά]], στον ίδ.· (τὸ [[κραγόν]] είναι μτχ. αορ. βʹ που χρησιμ. επιρρηματικά).<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[κραυγάζω]] για [[κάτι]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κράζω:''' () (fut. [[κεκράξομαι]] - поздн. κράξω, aor. 1 [[ἔκραξα]], aor. 2 ἔκρᾰγον, pf. = praes. [[κέκραγα|κέκρᾱγα]], ppf. ἐκεκράγειν, imper. [[κέκραχθι]] - pl. κεκράγετε)<br /><b class="num">1)</b> [[кричать]], [[квакать]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[кричать]], [[вопить]] (ἀπὸ τοῦ φόβου, ἔκραξεν λέγουσα NT): σὺ δ᾽ αὖ κέκραγας κἀναμυχθίζῃ Aesch. а ты все вопишь и стонешь; κεκραγέναι πρός τινα Arph. с криком обратиться к кому-л.; ποίου (= περὶ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ᾽ [[ὑπέρφρονα]]; Soph. о каком человеке ты столь нагло шумишь?; κεκραγώς Arst. крича, громким голосом;<br /><b class="num">3)</b> [[с криком требовать]] (τι Arph.).
|lstext='''κράζω''': (ἴδε κατωτ.): μέλλ. κεκράξομαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 2, Ἀριστοφ. Ἱππ. 285, 487, Βάτρ. 258· [[μετέπειτα]] κράξω Ἀνθ. Π. 11. 141, Καιν. Διαθ.· ἀόρ. ἔκραξα Θεοφρ. π. Σημ. 4. 3, Ἀνθ. Π. 11. 211, Ἑβδ., κτλ., [[ὡσαύτως]] ἐκέκραξα Ἑβδ.: ἀόρ. βϳ, ἔκρᾱγον (ἀν-, ἐν-) Ἀντιφῶν 134. 29, Ἀριστοφ. Πλ. 428, κτλ.· ἐκέκρᾰγον Ἑβδ.· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. μετὰ σημασίας ἐνεστ. ([[διότι]] ὁ ἐνεστὼς [[εἶναι]] [[λίαν]] [[σπάνιος]], ἂν καὶ εὑρίσκεται ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 287, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23, Ποιητ. 22, 13), κέκρᾱγα, προστακτ. [[κέκραχθι]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 335, Σφ. 198, πληθ. κεκράγετε [[αὐτόθι]] 415· ὑπερσ. ἐκεκράγειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 674, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑΓ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λ. κραυγή, κραυγάζω, ὀνοματοπ. ὡς τὸ [[κρώζω]]· πρβλ. Σανσκρ. kruś, krôc-as ([[κραυγή]])· Λατ. croc-ito· Γοτθ. hruk-jan (φωνεῖν, Ἀγγλ. to crow)· Ἀγγλ. croak, κτλ.) Ἀντὶ τοῦ κέκρᾱγε, ἔχομεν κέκρᾰγε ἐν Ἀνθ. Π. 5. 87· ἀνεκεκρᾰγει Νικήτ. Εὐγ. 6. 29. Ρῆμα ἀπαντῶν μεθ’ Ὅμηρον, [[κρώζω]], ἐπὶ τοῦ [[κόρακος]], (πρβλ. [[κρώζω]])· Θεόφρ. ἔνθ. ἀνωτ.· ἐπὶ βατράχων, κεκραξόμεσθα Ἀριστοφ. Βάτρ. 258, πρβλ. 265· [[καθόλου]] [[κραυγάζω]], φωνάζω δυνατὰ ἢ [[ὀξέως]], σὺ δ’ αὖ κέκραγας Αἰσχύλ. Πρ. 765· κεκραγὼς καὶ βοῶν Ἀριστοφ. Πλ. 722· κέκραγε πρὸς τοὺς οἰκέτας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 982· [[κέκραχθι]] Ἀχ. 335, Σφ. 198· μὴ κεκράγετε [[αὐτόθι]] 415· κραγὸν κεκράξεται, θὰ φωνάξῃ δυνατά, ὁ αὐτ. Ἱππ. 487 ([[εἶναι]] δὲ τὸ κραγὸν ἀόρ. βϳ ἐν χρήσει ἐπιρρηματικῶς, πρβλ. κλαγγόν)· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., [[μέλος]] κέκραγα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· ποίου (δηλ. περὶ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ’ ὑπέρφρονα; Σοφ. Αἴ. 1236· ― σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., βοῶν... καὶ κεκραγώς, ὡς δεινὰ ποιῶ Δημ. 271. 11. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[κραυγάζω]], [[ἐγείρω]] κραυγὰς [[περί]] τινος πράγματος, Ἀριστοφ. Σφ. 103. κρᾰϳζω..
}}
{{elnl
|elnltext=κράζω fut. later κράξω; aor. ἔκραξα, later met redupl. ἐκέκραξα; perf. κέκραγα, imperat. κέκραχθι, plqperf. ἐκεκράγειν; fut. perf. κεκράξομαι; meestal in perf., later ook in praes. van dieren krassen, kwaken. van mensen schreeuwen, krijsen, roepen; abs.:; κεκραγὼς καὶ βοῶν krijsend en roepend Aristoph. Pl. 722; ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῳ διδάσκων bij zijn onderricht in de tempel zei hij luid en duidelijk NT Io. 7.28; met acc. v. h. inw. obj.:; κράγον κεκράξεται hij gaat een kreet slaken Aristoph. Eq. 487; met ὡς:; κεκραγώς, ὡς schreeuwend, dat Dem. 18.132; met acc.: roepen om:. κέκραγεν ἐμβάδας hij roept om zijn sandalen Aristoph. Ve. 103.
}}
}}
{{etym
{{etym