Anonymous

κυνέη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῆ, έης-ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> casque de combattant en peau de chien <i>ou</i> en cuir quelconque ; <i>p. ext.</i> casque de métal;<br /><b>2</b> chapeau, coiffure de cuir contre le soleil <i>ou</i> la pluie à l'usage des paysans;<br /><b>3</b> [[κυνέη]] [[Ἄϊδος]] IL, ἡ [[Ἄϊδος]] [[κυνῆ]] PLAT nuée très épaisse dont s'enveloppait Athéna pour se rendre invisible.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[κύνεος]].
|btext=-ῆ, έης-ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> casque de combattant en peau de chien <i>ou</i> en cuir quelconque ; <i>p. ext.</i> casque de métal;<br /><b>2</b> chapeau, coiffure de cuir contre le soleil <i>ou</i> la pluie à l'usage des paysans;<br /><b>3</b> [[κυνέη]] [[Ἄϊδος]] IL, ἡ [[Ἄϊδος]] [[κυνῆ]] PLAT nuée très épaisse dont s'enveloppait Athéna pour se rendre invisible.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[κύνεος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῠνέη''': Ἀττ. συνῃρ. κυνῆ (ἐξυπακουομένου τοῦ [[δορά]]), ἡ· ― δέρμα κυνὸς ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν στρατιωτικῶν πιλιδίων· [[ὅθεν]] [[κυνέη]] παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. ἐσήμαινε πᾶν [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς δερμάτινον, οὐχὶ δὲ ἀναγκαίως ἐκ δέρματος κυνός, [[διότι]] εὑρίσκομεν κ. ταυρείη, κτιδέη Ἰλ. Κ. 258, 335· [[κυρίως]] δὲ [[κυνέη]] ἀντιτίθεται πρὸς τὴν συνήθη περικεφαλαίαν τὴν κόρυθα, πρβλ. Κ. 258, [[ἔνθα]] καλεῖται [[καταῖτυξ]] καὶ περιγράφεται ὡς ἄφαλός τε καὶ ἄλλοφος· καὶ [[ὅταν]] δὲ καλῆται [[χαλκήρης]], [[χαλκοπάρῃος]], [[εὔχαλκος]], [[πάγχαλκος]], χρυσείη, [[πάλιν]] [[εἶναι]] δερματίνη ἀλλὰ κεκαλυμμένη ἢ κεκοσμημένη διὰ μετάλλου, παρ’ Ὁμήρῳ δὲ [[εἶναι]] [[πάντοτε]] [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς στρατιωτικόν, πλὴν ἐν Ὀδ. Ω. 231, [[ὅπου]] [[κυνέη]] αἰγείη [[εἶναι]] [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς ἀγρότου, τὸ ὁποῖον καλεῖ ὁ [[Ἡσίοδος]] ἐν Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 548 πῖλον ἀσκητόν· ἡ [[κυνέη]] Ἄϊδος, ἣν ἔφερεν ἡ [[Ἀθηνᾶ]] ἐν Ἰλ. Ε. 845 (ὡς καὶ ὁ [[Περσεύς]], Φερεκύδ. 26) ἐποίει αὐτὴν ἀόρατον, ὡς τὸ Tarnkappe τοῦ Nibelungen-Lied, πρβλ. Heinr. εἰς Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 227, Ἀριστοφ. Ἀχ. 390, Πλάτ. Πολ. 612Β. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ [[σημασία]] ἐξηκολούθει σχεδὸν ἡ αὐτή, περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας Ἡρόδ. 7. 77· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] ἐσήμαινεν [[ἁπλῶς]] περικεφαλαίαν, τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην ὁ αὐτ. 2. 151· ― ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ πετάσου, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλὶς Σοφ. Ο. Κ. 314· [[ὡσαύτως]], κ. Κορινθίη Ἡρόδ. 4. 180· κ. Ἀρκὰς Σοφ. Ἀποσπ. 261· Βοιωτία Δημ. 1377. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 6· [[καθόλου]], [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 268, 445.
|elnltext=κυνέη ep. voor κυνῆ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνέη:''' атт. [[κυνῆ|κῠνῆ]] ἡ (sc. [[δορά]])<br /><b class="num">1)</b> [[шлем]] (кожаный, иногда металлический) Hom., Her. etc.: [[Ἄϊδος]] κ. Hom., Plat., Arph. шлем Аида, т. е. шапка-невидимка;<br /><b class="num">2)</b> [[меховая или кожаная шапка]] (αἰγείη κ. Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κῠνέη:''' Αττ. συνηρ. [[κυνῆ]] (αρχικά θηλ. του [[κύνεος]], [[δορά]]), <i>ἡ</i>· το [[δέρμα]] του σκύλου· [[έπειτα]], [[δερμάτινη]] [[κάπα]], όχι απαραίτητα από [[δέρμα]] σκύλου, [[γιατί]] βρίσκουμε <i>κ. ταυρείη</i>, <i>κτιδέη κ.λπ</i>., σε Όμηρ.
|lsmtext='''κῠνέη:''' Αττ. συνηρ. [[κυνῆ]] (αρχικά θηλ. του [[κύνεος]], [[δορά]]), <i>ἡ</i>· το [[δέρμα]] του σκύλου· [[έπειτα]], [[δερμάτινη]] [[κάπα]], όχι απαραίτητα από [[δέρμα]] σκύλου, [[γιατί]] βρίσκουμε <i>κ. ταυρείη</i>, <i>κτιδέη κ.λπ</i>., σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠνέη:''' атт. [[κυνῆ|κῠνῆ]] ἡ (sc. [[δορά]])<br /><b class="num">1)</b> [[шлем]] (кожаный, иногда металлический) Hom., Her. etc.: [[Ἄϊδος]] κ. Hom., Plat., Arph. шлем Аида, т. е. шапка-невидимка;<br /><b class="num">2)</b> [[меховая или кожаная шапка]] (αἰγείη κ. Hom.).
|lstext='''κῠνέη''': Ἀττ. συνῃρ. κυνῆ (ἐξυπακουομένου τοῦ [[δορά]]), ἡ· ― δέρμα κυνὸς ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν στρατιωτικῶν πιλιδίων· [[ὅθεν]] [[κυνέη]] παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. ἐσήμαινε πᾶν [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς δερμάτινον, οὐχὶ δὲ ἀναγκαίως ἐκ δέρματος κυνός, [[διότι]] εὑρίσκομεν κ. ταυρείη, κτιδέη Ἰλ. Κ. 258, 335· [[κυρίως]] δὲ [[κυνέη]] ἀντιτίθεται πρὸς τὴν συνήθη περικεφαλαίαν τὴν κόρυθα, πρβλ. Κ. 258, [[ἔνθα]] καλεῖται [[καταῖτυξ]] καὶ περιγράφεται ὡς ἄφαλός τε καὶ ἄλλοφος· καὶ [[ὅταν]] δὲ καλῆται [[χαλκήρης]], [[χαλκοπάρῃος]], [[εὔχαλκος]], [[πάγχαλκος]], χρυσείη, [[πάλιν]] [[εἶναι]] δερματίνη ἀλλὰ κεκαλυμμένη ἢ κεκοσμημένη διὰ μετάλλου, παρ’ Ὁμήρῳ δὲ [[εἶναι]] [[πάντοτε]] [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς στρατιωτικόν, πλὴν ἐν Ὀδ. Ω. 231, [[ὅπου]] [[κυνέη]] αἰγείη [[εἶναι]] [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς ἀγρότου, τὸ ὁποῖον καλεῖ ὁ [[Ἡσίοδος]] ἐν Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 548 πῖλον ἀσκητόν· ἡ [[κυνέη]] Ἄϊδος, ἣν ἔφερεν ἡ [[Ἀθηνᾶ]] ἐν Ἰλ. Ε. 845 (ὡς καὶ ὁ [[Περσεύς]], Φερεκύδ. 26) ἐποίει αὐτὴν ἀόρατον, ὡς τὸ Tarnkappe τοῦ Nibelungen-Lied, πρβλ. Heinr. εἰς Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 227, Ἀριστοφ. Ἀχ. 390, Πλάτ. Πολ. 612Β. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ [[σημασία]] ἐξηκολούθει σχεδὸν ἡ αὐτή, περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας Ἡρόδ. 7. 77· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] ἐσήμαινεν [[ἁπλῶς]] περικεφαλαίαν, τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην ὁ αὐτ. 2. 151· ― ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ πετάσου, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλὶς Σοφ. Ο. Κ. 314· [[ὡσαύτως]], κ. Κορινθίη Ἡρόδ. 4. 180· κ. Ἀρκὰς Σοφ. Ἀποσπ. 261· Βοιωτία Δημ. 1377. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 6· [[καθόλου]], [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 268, 445.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνέη ep. voor κυνῆ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[properly]] fem. of [[κύνεος]], sub. [[δορά]]<br />a dog's [[skin]]: then, a [[leather]] cap, not [[necessarily]] of dog's [[skin]], for we [[find]] κ. ταυρείη, κτιδέη, etc., Hom.
|mdlsjtxt=[[properly]] fem. of [[κύνεος]], sub. [[δορά]]<br />a dog's [[skin]]: then, a [[leather]] cap, not [[necessarily]] of dog's [[skin]], for we [[find]] κ. ταυρείη, κτιδέη, etc., Hom.
}}
}}