κατηφέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />être triste, honteux, confus.<br />'''Étymologie:''' [[κατηφής]].
|btext=-ῶ :<br />être triste, honteux, confus.<br />'''Étymologie:''' [[κατηφής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατηφέω''': εἶμαι [[κατηφής]], καταιβάζω τὰ ὄμματα [[ἕνεκα]] θλίψεως ἢ αἰσχύνης, στῆ δὲ κατηφήσας Ἰλ. Χ. 293· ἀκάχοντο κατήφησάν τ’ ἐνὶ θυμῷ Ὀδ. ΙΙ. 342, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 443, κτλ.· τί δὴ κατηφεῖς [[ὄμμα]]; Εὐρ. Μήδ. 1012· ἐπὶ ζῴων, ἐπὶ τοῦ ἵππου πάσχοντος τὸ [[νόσημα]] νυμφίασιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 23, 4.
|elnltext=κατηφέω [κατηφής] moedeloos zijn, beschaamd zijn:. στῆ δὲ κατηφήσας hij stond er beteuterd bij Il. 22.293.
}}
{{elru
|elrutext='''κατηφέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть подавленным]], [[пасть духом]], [[приуныть]] (ἐνὶ θυμῷ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[печально опускать]] (τί δὴ κατηφεῖς [[ὄμμα]]; Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[держать голову вниз]] (κατηφεῖ [[ἀεί]], sc. ὁ [[ἵππος]] Arst.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατηφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[κατηφής]], [[κατεβάζω]] τα μάτια από [[θλίψη]] ή [[ντροπή]], σε Όμηρ., Ευρ.
|lsmtext='''κατηφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[κατηφής]], [[κατεβάζω]] τα μάτια από [[θλίψη]] ή [[ντροπή]], σε Όμηρ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατηφέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть подавленным]], [[пасть духом]], [[приуныть]] (ἐνὶ θυμῷ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[печально опускать]] (τί δὴ κατηφεῖς [[ὄμμα]]; Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[держать голову вниз]] (κατηφεῖ [[ἀεί]], sc. ὁ [[ἵππος]] Arst.).
|lstext='''κατηφέω''': εἶμαι [[κατηφής]], καταιβάζω τὰ ὄμματα [[ἕνεκα]] θλίψεως ἢ αἰσχύνης, στῆ δὲ κατηφήσας Ἰλ. Χ. 293· ἀκάχοντο κατήφησάν τ’ ἐνὶ θυμῷ Ὀδ. ΙΙ. 342, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 443, κτλ.· τί δὴ κατηφεῖς [[ὄμμα]]; Εὐρ. Μήδ. 1012· ἐπὶ ζῴων, ἐπὶ τοῦ ἵππου πάσχοντος τὸ [[νόσημα]] νυμφίασιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 23, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=κατηφέω [κατηφής] moedeloos zijn, beschaamd zijn:. στῆ δὲ κατηφήσας hij stond er beteuterd bij Il. 22.293.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to be [[downcast]], to be [[mute]] with [[horror]] or [[grief]], Hom., Eur. [from [[κατηφής]]
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to be [[downcast]], to be [[mute]] with [[horror]] or [[grief]], Hom., Eur. [from [[κατηφής]]
}}
}}