3,276,932
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ἡ) :<br />safran, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>myc.</i> kanako « safran » ; cf. <i>all.</i> Honig « miel ». | |btext=ου (ἡ) :<br />safran, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>myc.</i> kanako « safran » ; cf. <i>all.</i> Honig « miel ». | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κνῆκος -ου, ὁ en ἡ saffloer (distelsoort). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κνῆκος:''' ὁ бот. сафлор (Carthamus [[tinctorius]]) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κνῆκος]], ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ)<br /><b>1.</b> το [[γένος]] [[φυτών]] [[κάρθαμος]], ένα [[είδος]] του οποίου χρησιμοποιούνταν για την [[εξαγωγή]] χρωστικής ουσίας<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[κνίκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sub>e</sub><i>n</i><i>ә</i><i>ko</i>- «[[χρυσοκόκκινος]], [[χρυσοκίτρινος]]», όπως και το αντίστοιχο επίθ. [[κνηκός]]. Συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>k</i><i>ā</i><i>ncana</i>- «[[χρυσός]]» και το γερμ. <i>honig</i> «[[μέλι]]», λ. που σχετίζονται [[επίσης]] με το χρυσοκόκκινο [[χρώμα]]. Απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>kanako</i>. Μαρτυρείται και παρλλ. τ. [[κνίκος]] με υποκορ. [[κνίκιον]], πιθ. [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[κνίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνηκίας]], [[κνήκινος]], [[κνήκιον]], [[κνηκίτης]], [[κνηκόπυρος]], [[κνηκός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κνηκίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνηκάνθιον]], [[κνηκέλαιον]], [[κνηκοειδής]], [[κνηκοσυμμιγής]], [[κνηκοφόρος]]]. | |mltxt=[[κνῆκος]], ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ)<br /><b>1.</b> το [[γένος]] [[φυτών]] [[κάρθαμος]], ένα [[είδος]] του οποίου χρησιμοποιούνταν για την [[εξαγωγή]] χρωστικής ουσίας<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[κνίκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sub>e</sub><i>n</i><i>ә</i><i>ko</i>- «[[χρυσοκόκκινος]], [[χρυσοκίτρινος]]», όπως και το αντίστοιχο επίθ. [[κνηκός]]. Συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>k</i><i>ā</i><i>ncana</i>- «[[χρυσός]]» και το γερμ. <i>honig</i> «[[μέλι]]», λ. που σχετίζονται [[επίσης]] με το χρυσοκόκκινο [[χρώμα]]. Απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>kanako</i>. Μαρτυρείται και παρλλ. τ. [[κνίκος]] με υποκορ. [[κνίκιον]], πιθ. [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[κνίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνηκίας]], [[κνήκινος]], [[κνήκιον]], [[κνηκίτης]], [[κνηκόπυρος]], [[κνηκός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κνηκίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνηκάνθιον]], [[κνηκέλαιον]], [[κνηκοειδής]], [[κνηκοσυμμιγής]], [[κνηκοφόρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |