3,273,858
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> λογίσομαι, <i>att.</i> λογιοῦμαι, <i>ao.</i> ἐλογισάμην, <i>pf.</i> λελόγισμαι;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐλογίσθην, <i>pf.</i> λελόγισμαι;<br /><b>A. I.</b> calculer, <i>d'où</i><br /><b>1</b> calculer, compter : ψήφοισι HDT avec des cailloux ; λ. μύρια [[εἶναι]] (τὰ ἔτεα) HDT calculer qu’il y a dix mille ans;<br /><b>2</b> faire entrer dans un compte, compter au nombre de : τὸν Πᾶνα [[τῶν]] ὀκτὼ [[θεῶν]] λ. [[εἶναι]] HDT compter Pan au nombre des huit dieux;<br /><b>3</b> porter en compte : [[δώδεκα]] μνᾶς AR douze mines ; τινί [[τι]], mettre qch au compte de qqn, imputer <i>ou</i> attribuer qch à qqn;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> <i>sans idée de nombre</i> calculer en soi-même, réfléchir : [[τι]], [[περί]] τινος, à qch ; [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]], calculer <i>ou</i> réfléchir que ; avec une prop. au part. : Σμέρδιν [[οὐκ]] [[ἔτι]] ἐόντα λ. HDT considérer que Smerdis n’est plus;<br /><b>2</b> calculer, s'attendre à : [[δύο]] ἢ καὶ πλέους ἡμέρας λ. SOPH compter sur deux jours <i>ou</i> même plus ; avec un inf. : λογιζόμενοι ἥξειν [[ἅμα]] ἡλίῳ δύνοντι XÉN comptant arriver au coucher du soleil;<br /><b>3</b> conclure par un raisonnement, inférer;<br /><b>B.</b> <i>Pass. (à l'ao. et au pf., rar. au part. prés.)</i> : χρήματα [[εἰς]] [[ἀργύριον]] λογισθέντα XÉN somme comptée en argent ; ὁπλῖται ἐλογίσθησαν [[οὐκ]] ἐλάττους δισμυρίων XÉN on compte que les hoplites n'étaient pas moins de 20 000 ; τὸ λελογισμένον, le raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]]. | |btext=<i>f.</i> λογίσομαι, <i>att.</i> λογιοῦμαι, <i>ao.</i> ἐλογισάμην, <i>pf.</i> λελόγισμαι;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐλογίσθην, <i>pf.</i> λελόγισμαι;<br /><b>A. I.</b> calculer, <i>d'où</i><br /><b>1</b> calculer, compter : ψήφοισι HDT avec des cailloux ; λ. μύρια [[εἶναι]] (τὰ ἔτεα) HDT calculer qu’il y a dix mille ans;<br /><b>2</b> faire entrer dans un compte, compter au nombre de : τὸν Πᾶνα [[τῶν]] ὀκτὼ [[θεῶν]] λ. [[εἶναι]] HDT compter Pan au nombre des huit dieux;<br /><b>3</b> porter en compte : [[δώδεκα]] μνᾶς AR douze mines ; τινί [[τι]], mettre qch au compte de qqn, imputer <i>ou</i> attribuer qch à qqn;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> <i>sans idée de nombre</i> calculer en soi-même, réfléchir : [[τι]], [[περί]] τινος, à qch ; [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]], calculer <i>ou</i> réfléchir que ; avec une prop. au part. : Σμέρδιν [[οὐκ]] [[ἔτι]] ἐόντα λ. HDT considérer que Smerdis n’est plus;<br /><b>2</b> calculer, s'attendre à : [[δύο]] ἢ καὶ πλέους ἡμέρας λ. SOPH compter sur deux jours <i>ou</i> même plus ; avec un inf. : λογιζόμενοι ἥξειν [[ἅμα]] ἡλίῳ δύνοντι XÉN comptant arriver au coucher du soleil;<br /><b>3</b> conclure par un raisonnement, inférer;<br /><b>B.</b> <i>Pass. (à l'ao. et au pf., rar. au part. prés.)</i> : χρήματα [[εἰς]] [[ἀργύριον]] λογισθέντα XÉN somme comptée en argent ; ὁπλῖται ἐλογίσθησαν [[οὐκ]] ἐλάττους δισμυρίων XÉN on compte que les hoplites n'étaient pas moins de 20 000 ; τὸ λελογισμένον, le raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λογίζομαι:''' (fut. λογίσομαι - атт. λογιοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[считать]], [[пересчитывать]] (Ἓλληνας Her.): λ. ψήφοισι Her. [[считать с помощью камешков]]; λ. ἀπὸ χειρός Arph. [[считать по пальцам]];<br /><b class="num">2)</b> [[высчитывать]], [[исчислять]] (τοὺς τόκους Arph.): χρήματα εἰς [[ἀργύριον]] λογισθέντα Xen. [[ценности в пересчете на серебро]];<br /><b class="num">3)</b> [[насчитывать]]: πεντακισχίλια καὶ μύρια (ἔτεα) λ. εἶναι Her. [[считать]], что прошло 15000 лет;<br /><b class="num">4)</b> [[относить к числу]], [[причислять]] (τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτώ θεῶν λ. εἶναι Her.; μετὰ ἀνόμων λογισθῆναι NT);<br /><b class="num">5)</b> [[засчитывать]], [[относить на или ставить в счет]] ([[δώδεκα]] μνᾶς τινι Arph.; ὀκτὼ δραχμὰς τοῖς παισίν Lys.);<br /><b class="num">6)</b> [[перечислять]]: καθ᾽ ἕκαστον πολὺ ἂν εἴη λ. Lys. было бы долго перечислять (все) в отдельности;<br /><b class="num">7)</b> [[думать]], [[размышлять]] (πρὸς ἑαυτόν NT): καὶ [[ταῦτα]] λογίζου Soph. [[теперь подумай об этом]];<br /><b class="num">8)</b> [[считать]], [[полагать]], [[быть уверенным]]: Σμέρδιν [[μηκέτι]] ἐόντα λογίζεσθε Her. [[знайте]], [[что Смердиса больше нет]]; εἰς οὐδὲν λογισθῆναι NT [[не иметь никакого значения]];<br /><b class="num">9)</b> [[рассчитывать]], [[надеяться]] (ἥξειν ἄμα ἡλίῳ δύνοντι Xen.);<br /><b class="num">10)</b> [[делать вывод]], (умо) [[заключать]]: ἐκ τούτων τῶν λόγων τοιόνδε τι [[λογίζομαι]] συμβαίνειν Plat. [[из этих речей выходит]], по-моему, вот что; [[τὸ λελογισμένον]] Luc. [[рассуждение]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λογίζομαι:''' αποθ., μέλ. Αττ. <i>λογιοῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐλογισάμην</i>, παρακ. <i>λελόγισμαι</i>· αόρ. <i>ἐλογίσθην</i> και κάποιες φορές παρακ. <i>λελόγισμαι</i> με Παθ. [[σημασία]]· ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]] ([[κυρίως]] λέγεται για αριθμητικούς υπολογισμούς), σε Ηρόδ.· [[λογίζομαι]] ἀπὸ χειρός, [[υπολογίζω]] κατά [[προσέγγιση]], εκ του προχείρου, σε Αριστοφ.· με αιτ. πράγμ., [[λογίζομαι]] τοὺς τόκους, [[υπολογίζω]] τον τόκο, στον ίδ.· [[τρεῖς]] μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι [[δώδεκα]], να δαπανήσεις [[τρεις]] μνες και να αποδώσεις [[δώδεκα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. και απαρ., [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]] ότι..., σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> <i>λογίζομαί τί τινι</i>, [[βάζω]] στον λογαριασμό κάποιου, [[χρεώνω]] κάποιον, Λατ. imputare, σε Δημ., Κ.Δ.<br /><b class="num">4.</b> [[λογίζομαι]] ἀπό..., [[αφαιρώ]] από..., σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χωρίς]] [[αναφορά]] σε αριθμούς, [[λαμβάνω]] υπόψη, [[υπολογίζω]], [[θεωρώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[λογίζομαι]] περίτινος, κάνω λογαριασμούς, κάνω υπολογισμούς για..., σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. και απαρ., [[λογαριάζω]], [[θεωρώ]], [[νομίζω]] ότι..., σε Ηρόδ., Αττ.· παραλειπομένου του απαρ., [[υπολογίζω]] ή [[λογαριάζω]] [[κάτι]] με αυτό τον τρόπο, <i>τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν</i>, σε Ευρ.· μίαν [[ἄμφω]] [[τούτω]] τὼ [[ἡμέρα]] [[λογίζομαι]], [[λογαριάζω]] τις [[δύο]] μέρες σαν [[μία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ. μέλ., [[λογαριάζω]] ότι θα κάνω [[κάτι]], [[υπολογίζω]] ή [[περιμένω]] ότι..., σε Ηρόδ., Ξεν.· με αιτ. μόνο, βασίζομαι σε..., στηρίζομαι σε..., [[υπολογίζω]] σε..., [[λογαριάζω]] σε..., σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[συμπεραίνω]] συλλογιζόμενος, [[συμπεραίνω]] ότι..., σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> αόρ. <i>ἐλογίσθην</i> και [[ενίοτε]] παρακ. <i>λελόγισμαι</i> χρησιμ. με Παθ. [[σημασία]], λογαριάζομαι ή [[υπολογίζομαι]], σε Ξεν. | |lsmtext='''λογίζομαι:''' αποθ., μέλ. Αττ. <i>λογιοῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐλογισάμην</i>, παρακ. <i>λελόγισμαι</i>· αόρ. <i>ἐλογίσθην</i> και κάποιες φορές παρακ. <i>λελόγισμαι</i> με Παθ. [[σημασία]]· ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]] ([[κυρίως]] λέγεται για αριθμητικούς υπολογισμούς), σε Ηρόδ.· [[λογίζομαι]] ἀπὸ χειρός, [[υπολογίζω]] κατά [[προσέγγιση]], εκ του προχείρου, σε Αριστοφ.· με αιτ. πράγμ., [[λογίζομαι]] τοὺς τόκους, [[υπολογίζω]] τον τόκο, στον ίδ.· [[τρεῖς]] μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι [[δώδεκα]], να δαπανήσεις [[τρεις]] μνες και να αποδώσεις [[δώδεκα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. και απαρ., [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]] ότι..., σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> <i>λογίζομαί τί τινι</i>, [[βάζω]] στον λογαριασμό κάποιου, [[χρεώνω]] κάποιον, Λατ. imputare, σε Δημ., Κ.Δ.<br /><b class="num">4.</b> [[λογίζομαι]] ἀπό..., [[αφαιρώ]] από..., σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χωρίς]] [[αναφορά]] σε αριθμούς, [[λαμβάνω]] υπόψη, [[υπολογίζω]], [[θεωρώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[λογίζομαι]] περίτινος, κάνω λογαριασμούς, κάνω υπολογισμούς για..., σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. και απαρ., [[λογαριάζω]], [[θεωρώ]], [[νομίζω]] ότι..., σε Ηρόδ., Αττ.· παραλειπομένου του απαρ., [[υπολογίζω]] ή [[λογαριάζω]] [[κάτι]] με αυτό τον τρόπο, <i>τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν</i>, σε Ευρ.· μίαν [[ἄμφω]] [[τούτω]] τὼ [[ἡμέρα]] [[λογίζομαι]], [[λογαριάζω]] τις [[δύο]] μέρες σαν [[μία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ. μέλ., [[λογαριάζω]] ότι θα κάνω [[κάτι]], [[υπολογίζω]] ή [[περιμένω]] ότι..., σε Ηρόδ., Ξεν.· με αιτ. μόνο, βασίζομαι σε..., στηρίζομαι σε..., [[υπολογίζω]] σε..., [[λογαριάζω]] σε..., σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[συμπεραίνω]] συλλογιζόμενος, [[συμπεραίνω]] ότι..., σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> αόρ. <i>ἐλογίσθην</i> και [[ενίοτε]] παρακ. <i>λελόγισμαι</i> χρησιμ. με Παθ. [[σημασία]], λογαριάζομαι ή [[υπολογίζομαι]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |