κοινολογέομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> κοινολογήσομαι, <i>ao.</i> ἐκοινολογησάμην, <i>pf.</i> κεκοινολόγημαι;<br />converser, s'entretenir : τινι, [[πρός]] τινα avec qqn ; κ. πρὸς τὸ [[οὖς]] τινι communiquer qch à l'oreille de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[λόγος]].
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> κοινολογήσομαι, <i>ao.</i> ἐκοινολογησάμην, <i>pf.</i> κεκοινολόγημαι;<br />converser, s'entretenir : τινι, [[πρός]] τινα avec qqn ; κ. πρὸς τὸ [[οὖς]] τινι communiquer qch à l'oreille de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[λόγος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοινολογέομαι''': μέλλ. κοινολογήσομαι Πολύβ.: ἀόρ. ἐκοινολογησάμην Ἡρόδ. 6. 23, Θουκ., κτλ.· βραδύτερον [[ὡσαύτως]], ἀόρ. παθ., ἐκοινολογήθην Πολύβ. 2. 5, 4, κτλ.: πρκμ. κεκοινολόγημαι Δίων Κ. 49. 41: ὑπερσυντ. ἐκεκοινολόγηντο Θουκ. 7. 86. ([[λόγος]]). ― Συσκέπτομαι μετά τινος, ζητῶ τὴν γνώμην του, συνομιλῶ, τινι Ἡρόδ. 6. 23, καὶ Ἀττ.· [[πρός]] τινα Θουκ. 7. 86· κ. τινι [[περί]] τινος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 13· [[πρός]] τινα ὑπέρ τινος Πολύβ. 10. 42, 4· [[ὡσαύτως]], κ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 31. 13. 5, Διόδ.· κ. πρὸς τὸ οὖς τινι Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20, 4.
|elnltext=κοινολογέομαι [κοινός, λόγος] gemeenschappelijk bespreken met, overleggen met, met dat.: κοινολογοῦνται γὰρ ἀλλήλοις περὶ τῆς κρίσεως zij plegen namelijk overleg met elkaar over de uitspraak Aristot. Pol. 1268b7; μηδὲ … πρὸς οὖς ἀλλήλοις κοινολογεῖσθε zit niet heimelijk in elkaars oor te fluisteren Luc. 52.1.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινολογέομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[беседовать]], [[совещаться]], [[обсуждать]] (τινι Her.; τινι περί τινος Arst.; πρός τινα Thuc.; πρός τινα [[ὑπέρ]] τινος Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[сообщать]] (πρὸς τὸ [[οὖς]] ἀλλήλοις Luc.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοινολογέομαι:''' μέλ. <i>κοινολογήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκοινολογησάμην</i>, παρακ. <i>κεκοινολόγημαι</i>· ([[λόγος]])· [[συσκέπτομαι]] ή συναποφασίζω, [[συνομιλώ]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρός]] τινα, σε Θουκ.
|lsmtext='''κοινολογέομαι:''' μέλ. <i>κοινολογήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκοινολογησάμην</i>, παρακ. <i>κεκοινολόγημαι</i>· ([[λόγος]])· [[συσκέπτομαι]] ή συναποφασίζω, [[συνομιλώ]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρός]] τινα, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοινολογέομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[беседовать]], [[совещаться]], [[обсуждать]] (τινι Her.; τινι περί τινος Arst.; πρός τινα Thuc.; πρός τινα [[ὑπέρ]] τινος Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[сообщать]] (πρὸς τὸ [[οὖς]] ἀλλήλοις Luc.).
|lstext='''κοινολογέομαι''': μέλλ. κοινολογήσομαι Πολύβ.: ἀόρ. ἐκοινολογησάμην Ἡρόδ. 6. 23, Θουκ., κτλ.· βραδύτερον [[ὡσαύτως]], ἀόρ. παθ., ἐκοινολογήθην Πολύβ. 2. 5, 4, κτλ.: πρκμ. κεκοινολόγημαι Δίων Κ. 49. 41: ὑπερσυντ. ἐκεκοινολόγηντο Θουκ. 7. 86. ([[λόγος]]). ― Συσκέπτομαι μετά τινος, ζητῶ τὴν γνώμην του, συνομιλῶ, τινι Ἡρόδ. 6. 23, καὶ Ἀττ.· [[πρός]] τινα Θουκ. 7. 86· κ. τινι [[περί]] τινος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 13· [[πρός]] τινα ὑπέρ τινος Πολύβ. 10. 42, 4· [[ὡσαύτως]], κ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 31. 13. 5, Διόδ.· κ. πρὸς τὸ οὖς τινι Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=κοινολογέομαι [κοινός, λόγος] gemeenschappelijk bespreken met, overleggen met, met dat.: κοινολογοῦνται γὰρ ἀλλήλοις περὶ τῆς κρίσεως zij plegen namelijk overleg met elkaar over de uitspraak Aristot. Pol. 1268b7; μηδὲ … πρὸς οὖς ἀλλήλοις κοινολογεῖσθε zit niet heimelijk in elkaars oor te fluisteren Luc. 52.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj