κοιταῖος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> <i>adj.</i> qui concerne le temps du coucher;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> <i>adj.</i> qui concerne le temps du coucher;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοιταῖος''': , -ον, ([[κοίτη]]) ὁ ἐν τῇ κοίτῃ, ἢ ὁ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ποίτης, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ, διέρχεσθαι τὴν νύκτα ἐν τῇ χώρᾳ, [[ψήφισμα]] παρὰ Δημ. 238. 6· κ. ἐν τόπῳ γενέσθαι, ἀφικέσθαι εἴς τινα τόπον κατὰ τὴν ὥραν τῆς κοίτης, Πολύβ. 3. 61, 10· οὕτω, κ. ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ κοιταῖον, = [[κοίτη]], ὁ φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9. 2) τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν, πίνειν τὸ τελευταῖον [[ποτήριον]], τὸ πρὸ τοῦ ὕπνου, Ἡλιόδ. 3. 4.
|elnltext=κοιταῖος -α -ον [κοίτη] in bed liggend:; μηδένα... ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι dat niemand de nacht op het land doorbrengt Dem. 18.37; subst. τὸ κοιταῖον: slaapplaats, leger.
}}
{{elru
|elrutext='''κοιταῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[спящий]], [[ночующий]] ([[κοιταῖον]] γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[ночной]]: κ. ἔρχεται Polyb. он приходит ночью.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κοιταῖος:''' -α, -ον ([[κοίτη]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[κρεβάτι]], [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ. κοιταῖον, <i>τό</i>, [[φωλιά]] άγριου θηρίου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κοιταῖος:''' -α, -ον ([[κοίτη]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[κρεβάτι]], [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ. κοιταῖον, <i>τό</i>, [[φωλιά]] άγριου θηρίου, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοιταῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[спящий]], [[ночующий]] ([[κοιταῖον]] γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[ночной]]: κ. ἔρχεται Polyb. он приходит ночью.
|lstext='''κοιταῖος''': -α, -ον, ([[κοίτη]]) ὁ ἐν τῇ κοίτῃ, ἢ ὁ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ποίτης, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ, διέρχεσθαι τὴν νύκτα ἐν τῇ χώρᾳ, [[ψήφισμα]] παρὰ Δημ. 238. 6· κ. ἐν τόπῳ γενέσθαι, ἀφικέσθαι εἴς τινα τόπον κατὰ τὴν ὥραν τῆς κοίτης, Πολύβ. 3. 61, 10· οὕτω, κ. ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ κοιταῖον, = [[κοίτη]], ὁ φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9. 2) τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν, πίνειν τὸ τελευταῖον [[ποτήριον]], τὸ πρὸ τοῦ ὕπνου, Ἡλιόδ. 3. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=κοιταῖος -α -ον [κοίτη] in bed liggend:; μηδένα... ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι dat niemand de nacht op het land doorbrengt Dem. 18.37; subst. τὸ κοιταῖον: slaapplaats, leger.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοιταῖος]], η, ον [[κοίτη]]<br /><b class="num">1.</b> in bed, ap. Dem.<br /><b class="num">2.</b> as [[substantive]], κοιταῖον, ου, τό, the [[lair]] of a [[wild]] [[beast]], Plut.
|mdlsjtxt=[[κοιταῖος]], η, ον [[κοίτη]]<br /><b class="num">1.</b> in bed, ap. Dem.<br /><b class="num">2.</b> as [[substantive]], κοιταῖον, ου, τό, the [[lair]] of a [[wild]] [[beast]], Plut.
}}
}}