μοναρχέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />commander seul, régner souverainement.<br />'''Étymologie:''' [[μόναρχος]].
|btext=-ῶ :<br />commander seul, régner souverainement.<br />'''Étymologie:''' [[μόναρχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μοναρχέω:''' ион. [[μουναρχέω]] единолично владычествовать, одному управлять, неограниченно царствовать (μ. καὶ βασιλεύειν Pind.; κατὰ νόμους Plat.): ἐπὶ [[τούτου]] μουναρχέοντος Her. в его царствование; μ. τινων Arst. царствовать над кем-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοναρχέω:''' ([[μόναρχος]]), Ιων. μουν-, μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι απόλυτα [[άρχοντας]], [[μονάρχης]], σε Πίνδ., Πλάτ.· <i>ἐπὶτούτου μουναρχέοντος</i>, κατά την περίοδο που ήταν [[απόλυτος]] [[άρχοντας]], σε Ηρόδ.· με γεν., <i>ἑκόντων μοναρχούντων</i>, σε Αριστ.
|lsmtext='''μοναρχέω:''' ([[μόναρχος]]), Ιων. μουν-, μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι απόλυτα [[άρχοντας]], [[μονάρχης]], σε Πίνδ., Πλάτ.· <i>ἐπὶτούτου μουναρχέοντος</i>, κατά την περίοδο που ήταν [[απόλυτος]] [[άρχοντας]], σε Ηρόδ.· με γεν., <i>ἑκόντων μοναρχούντων</i>, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μοναρχέω:''' ион. [[μουναρχέω]] единолично владычествовать, одному управлять, неограниченно царствовать (μ. καὶ βασιλεύειν Pind.; κατὰ νόμους Plat.): ἐπὶ [[τούτου]] μουναρχέοντος Her. в его царствование; μ. τινων Arst. царствовать над кем-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μοναρχέω]], [[μόναρχος]]<br />to be [[sovereign]], Pind., Plat.; ἐπὶ [[τούτου]] μουναρχέοντος in [[this]] [[monarch]]'s [[time]], Hdt.; c. gen., ἑκόντων μ. Arist.
|mdlsjtxt=[[μοναρχέω]], [[μόναρχος]]<br />to be [[sovereign]], Pind., Plat.; ἐπὶ [[τούτου]] μουναρχέοντος in [[this]] [[monarch]]'s [[time]], Hdt.; c. gen., ἑκόντων μ. Arist.
}}
}}