μισθαρνητικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les mercenaires <i>ou</i> le travail des mercenaires.<br />'''Étymologie:''' [[μισθαρνέω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les mercenaires <i>ou</i> le travail des mercenaires.<br />'''Étymologie:''' [[μισθαρνέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαρνητικός:''' [[касающийся найма или наемной платы]], [[наемнический]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθαρνητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή [[εργασία]], [[μισθοφορικός]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), το [[επάγγελμα]] κάποιου που παίρνει [[μισθό]] ή [[πληρωμή]], μισθωτή [[εργασία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μισθαρνητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή [[εργασία]], [[μισθοφορικός]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), το [[επάγγελμα]] κάποιου που παίρνει [[μισθό]] ή [[πληρωμή]], μισθωτή [[εργασία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαρνητικός:''' [[касающийся найма или наемной платы]], [[наемнический]] Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μισθαρνητικός]], ή, όν [from [[μισθάρνης]]<br />of or for [[hired]] [[work]], [[mercenary]]: ἡ -κή (sc. τέχνἠ the [[trade]] of one who takes wages or pay, Plat. [from μισθαρνής]
|mdlsjtxt=[[μισθαρνητικός]], ή, όν [from [[μισθάρνης]]<br />of or for [[hired]] [[work]], [[mercenary]]: ἡ -κή (sc. τέχνἠ the [[trade]] of one who takes wages or pay, Plat. [from μισθαρνής]
}}
}}