παρέπομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=suivre de près, accompagner, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἕπομαι]].
|btext=suivre de près, accompagner, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἕπομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρέπομαι''': ἀποθ., παρακολουθῶ, τινι Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 946, Πλάτ. Νόμ. 667Β, κτλ.· [[μάλιστα]] ὡς φρουρὸς ἢ [[σωματοφύλαξ]], Ξεν. Ἀπολ. 27· ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 89Α, κλ.· - μεταφορ., ἐδωδῇ μὲν καὶ πόσει… παρέπεσθαι τὴν [[χάριν]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 667Β· τοῦτο [[μάλιστα]] ἐπὶ πάντων π., [[εἶναι]] πᾶσι κοινόν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 186Α· τὴν τῶν ἠθῶν αὐστηρίαν, ἥτις αὐτοῖς παρέπεται, μεταδίδεται, Πολύβ. 4. 21, 1. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, τὸ παρεπόμενον, τὸ [[ἀναγκαῖον]] ἢ τυχαῖον [[παρακολούθημα]], Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 6, 10, κτλ.
|elnltext=παρ-έπομαι begeleiden, van dichtbij volgen, met dat.; overdr., abs.: τοῦτο γὰρ μάλιστα ἐπὶ πάντων παρέπεται want dat is bij uitstek een kenmerk van alles Plat. Tht. 186a.
}}
{{elru
|elrutext='''παρέπομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[следовать]], [[сопровождать]] (τινι Xen., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> (внимательно), [[следить]] . τε καὶ συσκοπεῖν τὸν λόγον Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[следовать]], [[проистекать]] (τὰ παρεπόμενα τῷ πολέμῳ κακά Polyb.): τὸ παρεπόμενον Arst. (логическое) следствие.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρέπομαι:''' μέλ. <i>-έψομαι</i>, αποθ., [[ακολουθώ]] κατά [[μήκος]], [[ακολουθώ]] [[στενά]], με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., σε Πλάτ.
|lsmtext='''παρέπομαι:''' μέλ. <i>-έψομαι</i>, αποθ., [[ακολουθώ]] κατά [[μήκος]], [[ακολουθώ]] [[στενά]], με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρέπομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[следовать]], [[сопровождать]] (τινι Xen., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> (внимательно), [[следить]] . τε καὶ συσκοπεῖν τὸν λόγον Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[следовать]], [[проистекать]] (τὰ παρεπόμενα τῷ πολέμῳ κακά Polyb.): τὸ παρεπόμενον Arst. (логическое) следствие.
|lstext='''παρέπομαι''': ἀποθ., παρακολουθῶ, τινι Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 946, Πλάτ. Νόμ. 667Β, κτλ.· [[μάλιστα]] ὡς φρουρὸς ἢ [[σωματοφύλαξ]], Ξεν. Ἀπολ. 27· ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 89Α, κλ.· - μεταφορ., ἐδωδῇ μὲν καὶ πόσει… παρέπεσθαι τὴν [[χάριν]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 667Β· τοῦτο [[μάλιστα]] ἐπὶ πάντων π., [[εἶναι]] πᾶσι κοινόν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 186Α· τὴν τῶν ἠθῶν αὐστηρίαν, ἥτις αὐτοῖς παρέπεται, μεταδίδεται, Πολύβ. 4. 21, 1. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, τὸ παρεπόμενον, τὸ [[ἀναγκαῖον]] ἢ τυχαῖον [[παρακολούθημα]], Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 6, 10, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-έπομαι begeleiden, van dichtbij volgen, met dat.; overdr., abs.: τοῦτο γὰρ μάλιστα ἐπὶ πάντων παρέπεται want dat is bij uitstek een kenmerk van alles Plat. Tht. 186a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -έψομαι<br />Dep. to [[follow]] [[along]] [[side]], [[follow]] [[close]], c. dat., Xen.; absol., Plat.
|mdlsjtxt=fut. -έψομαι<br />Dep. to [[follow]] [[along]] [[side]], [[follow]] [[close]], c. dat., Xen.; absol., Plat.
}}
}}