παραδίδωμι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> παραδώσω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> transmettre :<br /><b>1</b> remettre de la main à la main : [[τί]] τινι qch à qqn;<br /><b>2</b> remettre par succession (le pouvoir, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> livrer à la postérité, transmettre;<br /><b>4</b> <i>avec idée de violence ou de contrainte</i> livrer, remettre, acc. : πόλιν τινί une ville à l'ennemi ; ὅπλα XÉN ses armes ; ἑαυτόν HDT se rendre, se livrer;<br /><b>II.</b> confier : π. τύχῃ ἑαυτόν THC se confier à la fortune;<br /><b>III.</b> permettre : [[τι]] qch ; avec l'inf. permettre de faire qch ; <i>abs.</i> οῦ θεοῦ παραδιδόντος HDT avec la permission du dieu.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δίδωμι]].
|btext=<i>f.</i> παραδώσω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> transmettre :<br /><b>1</b> remettre de la main à la main : [[τί]] τινι qch à qqn;<br /><b>2</b> remettre par succession (le pouvoir, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> livrer à la postérité, transmettre;<br /><b>4</b> <i>avec idée de violence ou de contrainte</i> livrer, remettre, acc. : πόλιν τινί une ville à l'ennemi ; ὅπλα XÉN ses armes ; ἑαυτόν HDT se rendre, se livrer;<br /><b>II.</b> confier : π. τύχῃ ἑαυτόν THC se confier à la fortune;<br /><b>III.</b> permettre : [[τι]] qch ; avec l'inf. permettre de faire qch ; <i>abs.</i> οῦ θεοῦ παραδιδόντος HDT avec la permission du dieu.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δίδωμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραδίδωμι''': μέλλ. -δώσω, [[παραδίδω]], [[ἐγχειρίζω]] τι εἴς τινα, τινί τι, Λατ. tradere, ἐπὶ πάσης σχέσεως, ἀντίστοιχον τῷ [[παραδέχομαι]]: [[παραδίδωμι]] [τὸ [[παιδίον]]] τῷδε Ἡρόδ. 1. 117 ἐπὶ τῶν Περσῶν ταχυδρόμων, ὁ μὲν πρῶτος δραμὼν παραδιδοῖ τὰ ἐντεταλμένα τῷ δευτέρῳ, ὁ δὲ [[δεύτερος]] τῷ τρίτῳ ὁ αὐτ. 8. 98· ἐπὶ λαμπαδηδρομίας, Πλάτ. Νόμ. 776Β, κτλ.· ἐπὶ φρουρῶν, π. τὸν κώδωνα (ἴδε τὴν λ. [[κώδων]]) Θουκ. 4. 135· [[σύνθημα]] Πλουτ. Ἄρατ. 7· ἐπὶ παραδόσεως τῆς ἀρχῆς ἢ ἄλλου τινὸς πράγματος εἰς διάδοχον ἢ κληρονόμον, τῷ παιδὶ π. τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 2. 159· τὰ πάτρια τεύχεα Σοφ. Φ. 399 (λυρ.)· ἐπὶ παραδόσεως ἐπιστολῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 17· ἐπὶ παραδόσεως τοῦ ἠγορασμένου πράγματος εἰς τὸν ἀγοραστήν, ὁ αὐτ. π. Οἰκ. 10, 28· ἐπὶ πραγμάτων ἐγγεγραμμένων ὑπὸ τῶν ἀρχόντων εἰς κατάλογον, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 49., 137-142· ἐπὶ συζητήσεως ἣν πρόκειται νὰ ἐξακολουθήσῃ [[ἕτερος]], Πλάτ. Κριτί. 106Β· - οὕτω, π. τὴν προξενίαν, [[παραδίδω]] εἰς τοὺς μεταγενεστέρους, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 4 τὴν πόλιν εὐδαιμονεστάτην τοῖς ἐπιγιγνομένοις π. Ἰσοκρ. 178Α, πρβλ. Θουκ. 2. 36, Πλάτ. Πολ. 372D· π. τὴν ἀρετήν, [[μεταδίδω]] ὡς [[διδάσκαλος]], ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 93C· - μετ’ ἀπαρ., παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσαν ἐκμαθέειν Ἡρόδ. 1. 73 ἣν ἐμῇ μητρὶ παρέδωκεν τρέφειν Εὐρ. Ὀρ. 64· π. τινι τοὺς νέους διδάσκειν Πλάτ. Νόμ. 811Ε πρβλ. Τίμ. 42D, κ. ἀλλ. - Παθ., οἱ παραδεδομένοι μῦθοι Ἀριστ. Ποιητ. 9, 8· ὁ π. [[τρόπος]] αὐτ. ἐν Πολ. 5. 11, 4 ([[τέχνη]]) παραδίδοται Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 14, 2. 2) [[παραδίδω]] πόλιν ἢ [[πρόσωπον]] εἰς ἑτέρου χεῖρας, τὴν Σάμον π. Συλοσῶντι Ἡρόδ. 3. 149, πρβλ. 1. 45., 5. 37, κ. ἀλλ· [[μάλιστα]] ὡς [[ὅμηρον]], ἢ εἰς ἐχθρὸν ἀπαιτοῦντα τοῦτο, Λατ. dedere, ὁ αὐτ. 3. 13., 8. 98, Θουκ. 7. 86, Ἀνδοκ. 24 ἐν τέλ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας προδοσίας, ὡς ἐν τῷ προδιδόναι, Λατ. prodere, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 51, Παυσ. 1. 2, 1· οὕτω, π. ὅπλα Ξεν. Κύρ. 5. 1, 28, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], τύχῃ αὑτὸν π., παραδίδομαι εἰς τὴν τύχην, Θουκ. 5. 16· ταῖς ἡδοναῖς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Φαίδων 84Α· ἑαυτοὺς ἐπιθυμίαις [[αὐτόθι]] 82C· καὶ [[ἁπλῶς]], π. ἡδοναῖς ([[ἄνευ]] τοῦ ἑαυτὸν) ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Ε. 3) ἑωυτὸν Κροίσῳ Ἡρόδ. 1. 45· ἥντινα [[μήτε]] .. παραδοῦναι ἐξῆν Ἀντιφῶν 146 19· π. τινὰ τῷ δικαστηρίῳ Ἀνδοκ. 3. 27· τοῖς [[ἕνδεκα]] Λυσ. 141. 15· [[ὡσαύτως]], π. τινὰ εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Δημ. 1230. 18· δεθέντα εἰς τὸν δῆμον Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 3· ἐπὶ κρίσει εἰς τὸν δῆμον Δημ. 1187. 5· καὶ μετ’ ἀπαρ., π. τινὰ θανάτῳ ζημιῶσαι Λυσ. 164. 19· - [[παραδίδω]] δοῦλον εἰς τὴν διὰ βασανιστηρίου ἀνάκρισιν, Ἰσοκρ. 361Ε, Διαθ. παρὰ Δημ. 1120· 7. - Παθ., δόγματι παραδοθῆναι, περιέχομαι εἰς ἀπόφασιν, Δίων Κ. 57. 20· ἐγκλήματι [[αὐτόθι]] 62. 27. 4) [[παραδίδω]] εἰς ἄλλους διηγήσεις, γνώμας καὶ τὰ ὅμοια, Λατ. memoriae predere, ἀντίστοιχον τῷ [[παραλαμβάνω]], φήμην Πλάτ. Φίληβ. 16C· παραδεδομένα καὶ μυθώδη Δημ. 641. 19· οἱ παραδεδομένοι θεοί, οἱ ἐκ παραδόσεως θεοί, Δείναρχ. 102, 13· ἡ [[οἰκία]] .. ἐγκεκωμιασμένη παραδέδοται ἡμῖν Πλάτ. Χαρμ. 157Ε· [[ὡσαύτως]], π. σιωπῇ καὶ λήθῃ Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 3. ΙΙ. [[παρέχω]], δίδω, κῦδός τινι Πινδ. Π. 2. 96· - κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., [[προσφέρω]], [[ἐπιτρέπω]], αἵρεσιν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 155· [[οὕτως]] Εὐρ., κτλ. 2) μετ’ ἀπαρ., [[ἐπιτρέπω]] τινὶ ἵνα .., Ἡρόδ. 1. 210., 6. 103, κ. ἀλλ.· οὕτω μετ’ αἰτ. πράγμ. ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου ὁ αὐτ. 5. 67· πληγὴν σιδήρῳ παραδοθεῖσαν εἰσιδών, ἰδὼν τόπον πρὸς τὸ πληγῆναι σιδήρῳ ἐπιτήδειον, Εὐρ. Φοίν. 1393. 3) ἀπολ., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος, ἂν ἐπιτρέπῃ ὁ [[θεός]], Ἡρόδ. 7. 18· ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν Ξεν. Ἀν. 6. 4, 34· [[ὅπως]] ἂν οἱ καιροὶ παραδιδῶσιν Ἰσοκρ. 106C· τῆς ὥρας παραδιδούσης Πολύβ. 22. 24, 9· σπανίως κατ’ ἀόρ., Πινδ. Π. 5. 4, Δημ. 1394. 23.
|elnltext=παρα-δίδωμι overgeven overgeven, overhandigen:; θύρσον τόνδε παράδος ἐκ χεροῖν geef me de thyrsus die je daar in je handen hebt Eur. Ba. 495; overdr.:; αὐτὴν π. ταῖς ἡδοναῖς καὶ λύπαις ἑαυτήν dat zij (de ziel) zichzelf overgeeft aan vreugde en verdriet Plat. Phaed. 84a; ὅστις ἐλάχιστα τύχῃ αὑτὸν παραδίδωσι wie zich het minst overgeeft aan de grillen van het lot Thuc. 5.16.1; π. ὅπλα de wapens afstaan Xen. Cyr. 5.1.28; pos. toevertrouwen, met dat. en inf.:; παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσαν... ἐκμαθεῖν hij vertrouwde jongens aan hen toe om de taal te leren Hdt. 1.73.3; παρθένον ἐμῇ μητρὶ παρέδωκε τρέφειν hij gaf mijn moeder het meisje om groot te brengen Eur. Or. 64; ongunstig prijsgeven, verraden:; παρέδωκε τὴν πόλιν (het volk) gaf zijn stad prijs Thuc. 3.47.3; ἀνθρώποις παραδεδωκόσι τὰς ψυχὰς αὐτῶν mensen die hun leven op het spel hebben gezet NT Act. Ap. 15.26; τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως; verraad jij de mensenzoon? NT Luc. 22.48; jur. uitleveren:. αὐτοὺς χρὴ τοῖς ἕνδεκα π. θανάτῳ ζημιῶσαι het was nodig hen uit te leveren aan het college van elf ter bestraffing met de dood Lys. 22.2; εἰς τὸν δῆμον π. aan de volksvergadering uitleveren Xen. Hell. 1.7.3. doorgeven, nalaten:; τῷ παιδὶ... π. τὴν ἀρχήν het rijk aan zijn zoon nalaten Hdt. 2.159.3; τὴν προξενίαν... παρεδίδου τῷ γένει hij gaf de proxenie door aan zijn nageslacht Xen. Hell. 6.3.4; τὸν βίον π. ἄλλοις ἐξ ἄλλων het leven doorgeven van generatie op generatie Plat. Lg. 776b; τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς de gewoonten die Mozes ons heeft doorgegeven NT Act. Ap. 6.14; overleveren:. ταύτην φήμην παρέδοσαν zij hebben het volgende verhaal overgeleverd Plat. Phlb. 16c; οἱ παραδεδομένοι μῦθοι de overgeleverde verhalen Aristot. Poët. 1451b24. toestaan:; θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου dat stond de godheid niet toe Hdt. 5.67.2; πληγὴν... παραδοθεῖσαν εἰσιδών toen hij zag dat hem de kans geboden werd om toe te slaan Eur. Phoen. 1393; met inf.:; θεὸς παρέδωκε... κλέος κατατίθεσθαι μέγιστον de godheid heeft u toegestaan de hoogste roem te verwerven Hdt. 9.78.2; abs.: τοῦ θεοῦ παραδιδόντος als de godheid het toestaat Hdt. 7.18.3.
}}
{{elru
|elrutext='''παραδίδωμι:''' (δῐ)<br /><b class="num">1)</b> [[передавать]] (τῷ παιδὶ τὴν [[ἀρχήν]] Her.; τὰ [[πάτρια]] τεύχεα τῷ Λαερτίου Soph.; τὴν πόλιν τοῖς ἐπιγιγνομένοις Isocr.): οἱ παραδεδομένοι μῦθοι Arst. перешедшие по преданию мифы; παραδεδομένα καὶ μυθώδη Dem. предания и сказания;<br /><b class="num">2)</b> [[выдавать]], [[сдавать]] ([[ὅπλα]] Xen.; τὴν Σάμον τινί Her.; τι ἐπ᾽ ἀργυρίῳ Plut.): π. ἑωυτόν Her. сдаваться;<br /><b class="num">3)</b> [[отдавать]], [[предавать]] (τινὶ τοὺς νέους διδάσκειν Plat.): τύχῃ αὑτόν π. Thuc. отдаваться на волю судьбы; παραδοῦναί τινα τοῖς [[ἕνδεκα]] Lys. предать кого-л. суду Одиннадцати; π. ἡδοναῖς (sc. ἑαυτόν) предаваться наслаждениям;<br /><b class="num">4)</b> [[давать]], [[доставлять]] (κῦδός τινι Pind.);<br /><b class="num">5)</b> [[разрешать]], [[допускать]]: ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν Xen. если позволят боги;<br /><b class="num">6)</b> [[предоставлять]], [[уступать]] (τὴν νίκην τινί Her.);<br /><b class="num">7)</b> [[наносить]] (πληγὴ σιδήρῳ παραδοθεῖσα Eur.);<br /><b class="num">8)</b> (о плодах), [[доходить]], [[поспевать]], ([[ὅταν]] παραδῶ - [[varia lectio|v.l.]] παραδοῖ - ὁ [[καρπός]] NT).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''παραδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δίνω]] ή [[μεταβιβάζω]], [[διαβιβάζω]], [[παραδίδω]], <i>τί τινι</i>, Λατ. tradere, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[παράδοση]] σε κάποιο διάδοχο ή κληρονόμο, στον ίδ.· [[παραδίδωμι]] τὴν ἀρετήν, [[διδάσκω]], [[μεταδίδω]] ως [[δάσκαλος]], σε Πλάτ.· με απαρ., <i>παραδίδωμί τινι τοὺς νέους διδάσκειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραδίδω]] πόλη ή άνθρωπο στα χέρια κάποιου, σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] ως όμηρο, [[παραδίδω]], [[μεταφέρω]], Λατ. dedere, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· με τη [[σημασία]] προδοσίας επίσης, [[προδίδω]], σε Ξεν.· τύχῃ αὑτὸν [[παραδίδωμι]], [[αφήνω]] κάποιον στην [[τύχη]] του, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[παραδίδω]] στη [[δικαιοσύνη]], <i>ἑωυτὸν Κροίσῳ</i>, σε Ηρόδ.· <i>τινα εἰς τὸν δῆμον</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[παραδίδω]] μύθους, διηγήσεις και άλλα παρόμοια, Λατ. memoriae prodere, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρέχω]], [[προσφέρω]], <i>κῦδός τινι</i>, σε Πίνδ.· σε ενεστ. και παρατ., [[προσφέρω]], [[επιτρέπω]], <i>αἵρεσιν</i>, στον ίδ.· με απαρ., [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει, σε Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ. πράγμ., <i>ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου</i>, στον ίδ.· απόλ., <i>τοῦ θεοῦ παραδιδόντος</i>, αν αυτός επιτρέψει, στον ίδ.
|lsmtext='''παραδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δίνω]] ή [[μεταβιβάζω]], [[διαβιβάζω]], [[παραδίδω]], <i>τί τινι</i>, Λατ. tradere, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[παράδοση]] σε κάποιο διάδοχο ή κληρονόμο, στον ίδ.· [[παραδίδωμι]] τὴν ἀρετήν, [[διδάσκω]], [[μεταδίδω]] ως [[δάσκαλος]], σε Πλάτ.· με απαρ., <i>παραδίδωμί τινι τοὺς νέους διδάσκειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραδίδω]] πόλη ή άνθρωπο στα χέρια κάποιου, σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] ως όμηρο, [[παραδίδω]], [[μεταφέρω]], Λατ. dedere, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· με τη [[σημασία]] προδοσίας επίσης, [[προδίδω]], σε Ξεν.· τύχῃ αὑτὸν [[παραδίδωμι]], [[αφήνω]] κάποιον στην [[τύχη]] του, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[παραδίδω]] στη [[δικαιοσύνη]], <i>ἑωυτὸν Κροίσῳ</i>, σε Ηρόδ.· <i>τινα εἰς τὸν δῆμον</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[παραδίδω]] μύθους, διηγήσεις και άλλα παρόμοια, Λατ. memoriae prodere, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρέχω]], [[προσφέρω]], <i>κῦδός τινι</i>, σε Πίνδ.· σε ενεστ. και παρατ., [[προσφέρω]], [[επιτρέπω]], <i>αἵρεσιν</i>, στον ίδ.· με απαρ., [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει, σε Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ. πράγμ., <i>ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου</i>, στον ίδ.· απόλ., <i>τοῦ θεοῦ παραδιδόντος</i>, αν αυτός επιτρέψει, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραδίδωμι:''' (δῐ)<br /><b class="num">1)</b> [[передавать]] (τῷ παιδὶ τὴν [[ἀρχήν]] Her.; τὰ [[πάτρια]] τεύχεα τῷ Λαερτίου Soph.; τὴν πόλιν τοῖς ἐπιγιγνομένοις Isocr.): οἱ παραδεδομένοι μῦθοι Arst. перешедшие по преданию мифы; παραδεδομένα καὶ μυθώδη Dem. предания и сказания;<br /><b class="num">2)</b> [[выдавать]], [[сдавать]] ([[ὅπλα]] Xen.; τὴν Σάμον τινί Her.; τι ἐπ᾽ ἀργυρίῳ Plut.): π. ἑωυτόν Her. сдаваться;<br /><b class="num">3)</b> [[отдавать]], [[предавать]] (τινὶ τοὺς νέους διδάσκειν Plat.): τύχῃ αὑτόν π. Thuc. отдаваться на волю судьбы; παραδοῦναί τινα τοῖς [[ἕνδεκα]] Lys. предать кого-л. суду Одиннадцати; π. ἡδοναῖς (sc. ἑαυτόν) предаваться наслаждениям;<br /><b class="num">4)</b> [[давать]], [[доставлять]] (κῦδός τινι Pind.);<br /><b class="num">5)</b> [[разрешать]], [[допускать]]: ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν Xen. если позволят боги;<br /><b class="num">6)</b> [[предоставлять]], [[уступать]] (τὴν νίκην τινί Her.);<br /><b class="num">7)</b> [[наносить]] (πληγὴ σιδήρῳ παραδοθεῖσα Eur.);<br /><b class="num">8)</b> (о плодах), [[доходить]], [[поспевать]], ([[ὅταν]] παραδῶ - [[varia lectio|v.l.]] παραδοῖ - ὁ [[καρπός]] NT).
|lstext='''παραδίδωμι''': μέλλ. -δώσω, [[παραδίδω]], [[ἐγχειρίζω]] τι εἴς τινα, τινί τι, Λατ. tradere, ἐπὶ πάσης σχέσεως, ἀντίστοιχον τῷ [[παραδέχομαι]]: [[παραδίδωμι]] [τὸ [[παιδίον]]] τῷδε Ἡρόδ. 1. 117 ἐπὶ τῶν Περσῶν ταχυδρόμων, ὁ μὲν πρῶτος δραμὼν παραδιδοῖ τὰ ἐντεταλμένα τῷ δευτέρῳ, ὁ δὲ [[δεύτερος]] τῷ τρίτῳ ὁ αὐτ. 8. 98· ἐπὶ λαμπαδηδρομίας, Πλάτ. Νόμ. 776Β, κτλ.· ἐπὶ φρουρῶν, π. τὸν κώδωνα (ἴδε τὴν λ. [[κώδων]]) Θουκ. 4. 135· [[σύνθημα]] Πλουτ. Ἄρατ. 7· ἐπὶ παραδόσεως τῆς ἀρχῆς ἢ ἄλλου τινὸς πράγματος εἰς διάδοχον ἢ κληρονόμον, τῷ παιδὶ π. τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 2. 159· τὰ πάτρια τεύχεα Σοφ. Φ. 399 (λυρ.)· ἐπὶ παραδόσεως ἐπιστολῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 17· ἐπὶ παραδόσεως τοῦ ἠγορασμένου πράγματος εἰς τὸν ἀγοραστήν, ὁ αὐτ. π. Οἰκ. 10, 28· ἐπὶ πραγμάτων ἐγγεγραμμένων ὑπὸ τῶν ἀρχόντων εἰς κατάλογον, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 49., 137-142· ἐπὶ συζητήσεως ἣν πρόκειται νὰ ἐξακολουθήσῃ [[ἕτερος]], Πλάτ. Κριτί. 106Β· - οὕτω, π. τὴν προξενίαν, [[παραδίδω]] εἰς τοὺς μεταγενεστέρους, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 4 τὴν πόλιν εὐδαιμονεστάτην τοῖς ἐπιγιγνομένοις π. Ἰσοκρ. 178Α, πρβλ. Θουκ. 2. 36, Πλάτ. Πολ. 372D· π. τὴν ἀρετήν, [[μεταδίδω]] ὡς [[διδάσκαλος]], ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 93C· - μετ’ ἀπαρ., παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσαν ἐκμαθέειν Ἡρόδ. 1. 73 ἣν ἐμῇ μητρὶ παρέδωκεν τρέφειν Εὐρ. Ὀρ. 64· π. τινι τοὺς νέους διδάσκειν Πλάτ. Νόμ. 811Ε πρβλ. Τίμ. 42D, κ. ἀλλ. - Παθ., οἱ παραδεδομένοι μῦθοι Ἀριστ. Ποιητ. 9, 8· ὁ π. [[τρόπος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 5. 11, 4 ([[τέχνη]]) παραδίδοται Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 14, 2. 2) [[παραδίδω]] πόλιν ἢ [[πρόσωπον]] εἰς ἑτέρου χεῖρας, τὴν Σάμον π. Συλοσῶντι Ἡρόδ. 3. 149, πρβλ. 1. 45., 5. 37, κ. ἀλλ· [[μάλιστα]] ὡς [[ὅμηρον]], ἢ εἰς ἐχθρὸν ἀπαιτοῦντα τοῦτο, Λατ. dedere, ὁ αὐτ. 3. 13., 8. 98, Θουκ. 7. 86, Ἀνδοκ. 24 ἐν τέλ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας προδοσίας, ὡς ἐν τῷ προδιδόναι, Λατ. prodere, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 51, Παυσ. 1. 2, 1· οὕτω, π. ὅπλα Ξεν. Κύρ. 5. 1, 28, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], τύχῃ αὑτὸν π., παραδίδομαι εἰς τὴν τύχην, Θουκ. 5. 16· ταῖς ἡδοναῖς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Φαίδων 84Α· ἑαυτοὺς ἐπιθυμίαις [[αὐτόθι]] 82C· καὶ [[ἁπλῶς]], π. ἡδοναῖς ([[ἄνευ]] τοῦ ἑαυτὸν) ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Ε. 3) ἑωυτὸν Κροίσῳ Ἡρόδ. 1. 45· ἥντινα [[μήτε]] .. παραδοῦναι ἐξῆν Ἀντιφῶν 146 19· π. τινὰ τῷ δικαστηρίῳ Ἀνδοκ. 3. 27· τοῖς [[ἕνδεκα]] Λυσ. 141. 15· [[ὡσαύτως]], π. τινὰ εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Δημ. 1230. 18· δεθέντα εἰς τὸν δῆμον Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 3· ἐπὶ κρίσει εἰς τὸν δῆμον Δημ. 1187. 5· καὶ μετ’ ἀπαρ., π. τινὰ θανάτῳ ζημιῶσαι Λυσ. 164. 19· - [[παραδίδω]] δοῦλον εἰς τὴν διὰ βασανιστηρίου ἀνάκρισιν, Ἰσοκρ. 361Ε, Διαθ. παρὰ Δημ. 1120· 7. - Παθ., δόγματι παραδοθῆναι, περιέχομαι εἰς ἀπόφασιν, Δίων Κ. 57. 20· ἐγκλήματι [[αὐτόθι]] 62. 27. 4) [[παραδίδω]] εἰς ἄλλους διηγήσεις, γνώμας καὶ τὰ ὅμοια, Λατ. memoriae predere, ἀντίστοιχον τῷ [[παραλαμβάνω]], φήμην Πλάτ. Φίληβ. 16C· παραδεδομένα καὶ μυθώδη Δημ. 641. 19· οἱ παραδεδομένοι θεοί, οἱ ἐκ παραδόσεως θεοί, Δείναρχ. 102, 13· ἡ [[οἰκία]] .. ἐγκεκωμιασμένη παραδέδοται ἡμῖν Πλάτ. Χαρμ. 157Ε· [[ὡσαύτως]], π. σιωπῇ καὶ λήθῃ Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 3. ΙΙ. [[παρέχω]], δίδω, κῦδός τινι Πινδ. Π. 2. 96· - κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., [[προσφέρω]], [[ἐπιτρέπω]], αἵρεσιν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 155· [[οὕτως]] Εὐρ., κτλ. 2) μετ’ ἀπαρ., [[ἐπιτρέπω]] τινὶ ἵνα .., Ἡρόδ. 1. 210., 6. 103, κ. ἀλλ.· οὕτω μετ’ αἰτ. πράγμ. ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου ὁ αὐτ. 5. 67· πληγὴν σιδήρῳ παραδοθεῖσαν εἰσιδών, ἰδὼν τόπον πρὸς τὸ πληγῆναι σιδήρῳ ἐπιτήδειον, Εὐρ. Φοίν. 1393. 3) ἀπολ., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος, ἂν ἐπιτρέπῃ ὁ [[θεός]], Ἡρόδ. 7. 18· ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν Ξεν. Ἀν. 6. 4, 34· [[ὅπως]] ἂν οἱ καιροὶ παραδιδῶσιν Ἰσοκρ. 106C· τῆς ὥρας παραδιδούσης Πολύβ. 22. 24, 9· σπανίως κατ’ ἀόρ., Πινδ. Π. 5. 4, Δημ. 1394. 23.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-δίδωμι overgeven overgeven, overhandigen:; θύρσον τόνδε παράδος ἐκ χεροῖν geef me de thyrsus die je daar in je handen hebt Eur. Ba. 495; overdr.:; αὐτὴν π. ταῖς ἡδοναῖς καὶ λύπαις ἑαυτήν dat zij (de ziel) zichzelf overgeeft aan vreugde en verdriet Plat. Phaed. 84a; ὅστις ἐλάχιστα τύχῃ αὑτὸν παραδίδωσι wie zich het minst overgeeft aan de grillen van het lot Thuc. 5.16.1; π. ὅπλα de wapens afstaan Xen. Cyr. 5.1.28; pos. toevertrouwen, met dat. en inf.:; παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσαν... ἐκμαθεῖν hij vertrouwde jongens aan hen toe om de taal te leren Hdt. 1.73.3; παρθένον ἐμῇ μητρὶ παρέδωκε τρέφειν hij gaf mijn moeder het meisje om groot te brengen Eur. Or. 64; ongunstig prijsgeven, verraden:; παρέδωκε τὴν πόλιν (het volk) gaf zijn stad prijs Thuc. 3.47.3; ἀνθρώποις παραδεδωκόσι τὰς ψυχὰς αὐτῶν mensen die hun leven op het spel hebben gezet NT Act. Ap. 15.26; τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως; verraad jij de mensenzoon? NT Luc. 22.48; jur. uitleveren:. αὐτοὺς χρὴ τοῖς ἕνδεκα π. θανάτῳ ζημιῶσαι het was nodig hen uit te leveren aan het college van elf ter bestraffing met de dood Lys. 22.2; εἰς τὸν δῆμον π. aan de volksvergadering uitleveren Xen. Hell. 1.7.3. doorgeven, nalaten:; τῷ παιδὶ... π. τὴν ἀρχήν het rijk aan zijn zoon nalaten Hdt. 2.159.3; τὴν προξενίαν... παρεδίδου τῷ γένει hij gaf de proxenie door aan zijn nageslacht Xen. Hell. 6.3.4; τὸν βίον π. ἄλλοις ἐξ ἄλλων het leven doorgeven van generatie op generatie Plat. Lg. 776b; τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς de gewoonten die Mozes ons heeft doorgegeven NT Act. Ap. 6.14; overleveren:. ταύτην φήμην παρέδοσαν zij hebben het volgende verhaal overgeleverd Plat. Phlb. 16c; οἱ παραδεδομένοι μῦθοι de overgeleverde verhalen Aristot. Poët. 1451b24. toestaan:; ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου dat stond de godheid niet toe Hdt. 5.67.2; πληγὴν... παραδοθεῖσαν εἰσιδών toen hij zag dat hem de kans geboden werd om toe te slaan Eur. Phoen. 1393; met inf.:; θεὸς παρέδωκε... κλέος κατατίθεσθαι μέγιστον de godheid heeft u toegestaan de hoogste roem te verwerven Hdt. 9.78.2; abs.: τοῦ θεοῦ παραδιδόντος als de godheid het toestaat Hdt. 7.18.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj