πενθερός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>propr.</i> qui contracte un lien de famille par le mariage;<br /><b>1</b> beau-père, père de la femme ; <i>plur.</i> [[οἱ]] πενθεροί EUR les beaux-parents;<br /><b>2</b> beau-frère, mari de la sœur.<br />'''Étymologie:''' R. Πενθ, <i>skr.</i> Bandh, lier.
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>propr.</i> qui contracte un lien de famille par le mariage;<br /><b>1</b> beau-père, père de la femme ; <i>plur.</i> [[οἱ]] πενθεροί EUR les beaux-parents;<br /><b>2</b> beau-frère, mari de la sœur.<br />'''Étymologie:''' R. Πενθ, <i>skr.</i> Bandh, lier.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πενθερός''': , ὁ πατὴρ τοῦ συζύγου ἢ τῆς συζύγου, Λατ. socer ὡς τὸ [[ἑκυρός]], Ἰλ. Ζ. 170, Ὀδ. Θ. 582, Ἡρόδ. 3. 52, καὶ Ἀττ.· λαβὼν Ἄδραστον πενθερὸν Σοφ. Ο. Κ. 1302· - ἐν τῷ πληθ. οἱ «συμπέθεροι» ἢ τὰ «πεθερικά», πενθεροὺς δ’ ἀνωφελεῖς Εὐρ. Ἱππ. 636· οὕτω soceri παρὰ Οὐεργιλ. ἐν Αἰν. 5. 457, Tac. Αn. 1. 55. II. [[καθόλου]], συγγενὴς ἐξ ἀγχιστείας, π.χ. [[ἀνδράδελφος]] ἢ [[γυναικάδελφος]], Εὐρ. Ἠλ. 1286, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 431· [[ὡσαύτως]] = [[γαμβρός]], ὁ ἀνὴρ θυγατρός, Σοφ. Ἀποσπ. 293. ([[πενθερός]], -ρά, παραβάλλονται ὑπὸ τοῦ Pott καὶ Curt. πρὸς τὸ Σανσκρ. bandh-u (connexio, cognatio, cognatus), ἐκ τῆς ῥίζης bandh, handh-âmi (δένω, πρβλ. Γοτθ. bind-a, κτλ.).
|elnltext=πενθερός -οῦ, ὁ schoonvader. voor aangetrouwde relatie zwager.
}}
{{elru
|elrutext='''πενθερός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[тесть]] Hom., Her.: οἱ πενθεροί Eur. тесть и теща;<br /><b class="num">2)</b> [[зять]] (муж сестры Eur. или дочери Soph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''πενθερός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[πεθερός]], Λατ. [[socer]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., τα πεθερικά, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[συγγένεια]] [[κατόπιν]] γάμου, π.χ. [[γαμπρός]], [[κουνιάδος]], στον ίδ.
|lsmtext='''πενθερός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[πεθερός]], Λατ. [[socer]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., τα πεθερικά, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[συγγένεια]] [[κατόπιν]] γάμου, π.χ. [[γαμπρός]], [[κουνιάδος]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πενθερός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[тесть]] Hom., Her.: οἱ πενθεροί Eur. тесть и теща;<br /><b class="num">2)</b> [[зять]] (муж сестры Eur. или дочери Soph.).
|lstext='''πενθερός''': ὁ, πατὴρ τοῦ συζύγου ἢ τῆς συζύγου, Λατ. socer ὡς τὸ [[ἑκυρός]], Ἰλ. Ζ. 170, Ὀδ. Θ. 582, Ἡρόδ. 3. 52, καὶ Ἀττ.· λαβὼν Ἄδραστον πενθερὸν Σοφ. Ο. Κ. 1302· - ἐν τῷ πληθ. οἱ «συμπέθεροι» ἢ τὰ «πεθερικά», πενθεροὺς δ’ ἀνωφελεῖς Εὐρ. Ἱππ. 636· οὕτω soceri παρὰ Οὐεργιλ. ἐν Αἰν. 5. 457, Tac. Αn. 1. 55. II. [[καθόλου]], συγγενὴς ἐξ ἀγχιστείας, π.χ. [[ἀνδράδελφος]] ἢ [[γυναικάδελφος]], Εὐρ. Ἠλ. 1286, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 431· [[ὡσαύτως]] = [[γαμβρός]], ὁ ἀνὴρ θυγατρός, Σοφ. Ἀποσπ. 293. ([[πενθερός]], -ρά, παραβάλλονται ὑπὸ τοῦ Pott καὶ Curt. πρὸς τὸ Σανσκρ. bandh-u (connexio, cognatio, cognatus), ἐκ τῆς ῥίζης bandh, handh-âmi (δένω, πρβλ. Γοτθ. bind-a, κτλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=πενθερός -οῦ, ὁ schoonvader. voor aangetrouwde relatie zwager.
}}
}}
{{etym
{{etym