3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i> ἐπείρασα;<br />essayer, tenter, faire l'épreuve <i>ou</i> l'expérience de, <i>gén. de <i>pers.</i> ou acc. de chose</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πεῖρα]]. | |btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i> ἐπείρασα;<br />essayer, tenter, faire l'épreuve <i>ou</i> l'expérience de, <i>gén. de <i>pers.</i> ou acc. de chose</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πεῖρα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πειράζω [πεῖρα] op de proef stellen, testen:; ὣς φάτο πειράζων zo sprak hij bij wijze van test Od. 9.281; met acc..; ἐπ’ ἐμὲ πειράζει τέχνην hij probeert een truc uit op mij Luc. 69.149; met gen.. πειράζειν ἐμέθεν mij testen Od. 23.114. proberen, met inf.: ὃς καὶ τὸ ἱερὸν ἐπείρασεν βεβηλῶσαι die zelfs heeft geprobeerd de tempel te ontheiligen NT Act. Ap. 24.6. christ. beproeven, in verzoeking brengen, proberen te verleiden; ptc. subst. ὁ πειράζων de verleider (d.w.z. de duivel); pass.. πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλου door de duivel in verzoeking gebracht NT Luc. 4.2. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πειράζω:''' Hom., Luc., NT = [[πειράω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πειράζω:''' Παθ. αορ. αʹ <i>ἐπειράσθην</i>, παρακ. <i>πεπείρασμαι</i>· όπως το [[πειράω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[εξετάζω]] ή [[δοκιμάζω]], <i>τινός</i>, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., [[προσπαθώ]] να κάνω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., <i>πεπειράσθω</i>, [[αφήνω]] τη [[δοκιμασία]] να γίνει, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[δοκιμάζω]] ή [[παρασύρω]] έναν άνθρωπο, [[φέρνω]] σε πειρασμό, σε Καινή Διαθήκη· απόλ., <i>ὁ πειράζων</i>, ο Πειρασμός, στο ίδ. — Παθ., δοκιμάζομαι σκληρά, [[γίνομαι]] [[επιρρεπής]] στην [[αμαρτία]], στο ίδ. | |lsmtext='''πειράζω:''' Παθ. αορ. αʹ <i>ἐπειράσθην</i>, παρακ. <i>πεπείρασμαι</i>· όπως το [[πειράω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[εξετάζω]] ή [[δοκιμάζω]], <i>τινός</i>, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., [[προσπαθώ]] να κάνω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., <i>πεπειράσθω</i>, [[αφήνω]] τη [[δοκιμασία]] να γίνει, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[δοκιμάζω]] ή [[παρασύρω]] έναν άνθρωπο, [[φέρνω]] σε πειρασμό, σε Καινή Διαθήκη· απόλ., <i>ὁ πειράζων</i>, ο Πειρασμός, στο ίδ. — Παθ., δοκιμάζομαι σκληρά, [[γίνομαι]] [[επιρρεπής]] στην [[αμαρτία]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |