3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ατος (τό) :<br />profil d'une personne.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κόπτω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />profil d'une personne.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κόπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περίκομμα -ατος, τό [περικόπτω] gehakt:. περικόμματ’ ἔκ σου σκευάσω ik ga gehakt van je maken Aristoph. Eq. 372. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίκομμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[обрезок]], [[кусок]]: περικόμματα ἔκ τινος κατασκευάζειν Arph. изрубить кого-л. в куски;<br /><b class="num">2)</b> [[очерк]], [[контур]] (π. καὶ [[εἴδωλον]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''περίκομμα:''' -ατος, τό ([[περικόπτω]]), αυτό που περικόβεται, [[γαρνίρισμα]], [[κρέας]] ψιλοκομμένο, [[κιμάς]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''περίκομμα:''' -ατος, τό ([[περικόπτω]]), αυτό που περικόβεται, [[γαρνίρισμα]], [[κρέας]] ψιλοκομμένο, [[κιμάς]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περίκομμα''': τό, τὸ περικοπτόμενον, ἐπὶ κρέατος [[ὅπερ]] περικόπτει ὁ [[μάγειρος]] ἐκ τοῦ σώματος σφαγέντος ζῴου, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1, Μεταγένης ἐν «Θουριοπερσαις» 1: περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω, θὰ κάμω λειανιστὸν [[κρέας]] ἐκ τοῦ σώματός σου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· - ὑποκορ. περικομμάτιον, [[αὐτόθι]] 770, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 31. ΙΙ. = περικοπὴ ΙΙ, Πλούτ. 2. 765C. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[περίκομμα]], ατος, τό, [[περικόπτω]]<br />that [[which]] is cut off all [[round]], trimmings, mincemeat, Ar. | |mdlsjtxt=[[περίκομμα]], ατος, τό, [[περικόπτω]]<br />that [[which]] is cut off all [[round]], trimmings, mincemeat, Ar. | ||
}} | }} |