περιτίθημι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.</i> περιέθηκα, <i>etc.</i><br />mettre autour, appliquer, attribuer : [[τί]] τινι qch à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιτίθεμαι mettre sur soi tout autour (du corps, de la tête) : [[τι]] se ceindre <i>ou</i> se revêtir de qch (une couronne, un collier, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τίθημι]].
|btext=<i>ao.</i> περιέθηκα, <i>etc.</i><br />mettre autour, appliquer, attribuer : [[τί]] τινι qch à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιτίθεμαι mettre sur soi tout autour (du corps, de la tête) : [[τι]] se ceindre <i>ou</i> se revêtir de qch (une couronne, un collier, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τίθημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιτίθημι''': μέλλ. -θήσω· ἀόρ. α΄ περιέθηκα, ας, ε κτλ. (ὁ πλ. καὶ ἐκ τοῦ ἀορ. β΄ περιέθεμεν κτλ.), προστ. περίθες. Τίθημί τι [[περί]] τι, περὶ δὲ ξύλα θῆκαν Ὀδ. Σ. 308· π. κυνέην τινὶ Ἡρόδ. 2. 162· στέφανόν τινι ὁ αὐτ. 6. 69· [[πιλίδιον]] περὶ τὴν κεφαλὴν Πλάτ. Πολ. 406D· χρυσὸν [[αὐτόθι]] 420Ε· τοῖς φωνήεσί τε καὶ τοῖς ἀφώνοις... περιτιθέντες ἄλλα γράμματα λέγομεν, συνάπτοντες ἄλλα γράμματα προφέρομεν, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 393Ε, 414C· π. τοῖς σχήμασι σφαῖραν Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 2, 11· σκληρὸν περιέθηκεν ἡ [[φύσις]] περὶ τὸ σαρκῶδες ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 8. ― Μέσ., [[τίθημι]] περὶ ἐμαυτόν, περιβάλλομαι, φορῶ, περὶ δὲ τρυφάλειαν... κρατὶ θέτο Ἰλ. Τ. 381· περὶ δὲ [[ξίφος]] ὀξὺ θέτ’ ὤμῳ Ὀδ. Β. 3, Δ. 308· περθέμενον χλάμυν (Αἰολ. ἀντὶ περι-) Σαπφὼ 68 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Seidl) π. στέφανον Εὐρ. Μήδ. 984, Ἀριστοφ. Θεσμ. 380, κ. ἀλλ.· στρεπτὸν Ξεν. Κύρ. 2. 4, 6· σκευὴν Πλάτ. Κρίτων 53D· [[δακτύλιον]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 360Β· [[διάδημα]] αὐτὸς περιεθήκατο Ἀππ. Μιθρ. 67. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ [[περιβάλλω]], [[παρέχω]], χορηγῶ, ἐπιδαψιλεύω, π. τινὶ βασιληίην, ἐλευθερίην, [[κράτος]] Ἡρόδ. 1. 129., 3. 81, 142, Σιμων. 97· τὸ κάλλιστον [[ὄνομα]], δόξαν, [[ἀξίωμα]], κτλ., Θουκ. 4. 87, Ἰσοκρ. 112C, κτλ.· π. τινὶ [[ὄνειδος]], ἀτιμίαν, Ἀντιφῶν 131. 32, Θουκ. 6. 89· πίστιν τινὶ Αἰσχίν. 41. 31· συμφορὰν Ἀντιφῶν 118. 3· π. τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησιν, [[ἐπιβάλλω]] τὸν Μηδικὸν ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτῶν, Θουκ. 8. 43· ὁ [[πυκτικός]]... οὐ πᾶσι τὴν αὐτὴν μάχην π., δὲν προδιαγράφει, δὲν ἐφαρμόζει…, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10, 9, 15· π. ἐπιστήμην τινί, ἀποδίδω, [[ἀπονέμω]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 6, 14· [ταῖς πράξεσι] [[μέγεθος]] π. καὶ [[κάλλος]] ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 9, 40· ― Μέσ., [[ἀναλαμβάνω]], ὑποδύομαι, [[σχῆμα]] ἀλλότριον Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 28. 2) τἀνάπαλιν, π. τινὰ ὕβρει, [[περιβάλλω]]..., Διογ. Λ. 6. 33.
|elnltext=περι-τίθημι om... heen plaatsen, opzetten; ook med..; περίθου τὸν στέφανον zet de krans op je hoofd Aristoph. Eccl. 131; overdr. verlenen, toewijzen:. αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν περιθεῖεν mochten de goden mij zo grote kracht verlenen Od. 3.205; περιθεῖναι ἄλλῳ τέῳ τὴν βασιληΐην iemand anders het koningschap toewijzen Hdt. 1.129.4.
}}
{{elru
|elrutext='''περιτίθημι:''' (aor. 1 περιέθηκα, aor. 2 περιέθην; Hom. только in tmesi) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[накладывать кругом]] (ξυλα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[надевать]] (κυνέην τινί Her.; χλαμύδα τινί NT); med. надевать на себя ([[ξίφος]] ὤμῳ Hom.; στρεπτόν Xen.; στέφανον Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[строить кругом]] (φραγμὸν τῷ ἀμπελῶνι NT);<br /><b class="num">4)</b> [[прибавлять]], [[приставлять]]: τοῖς ἄλλοις φωνήεσι ἄλλα γράμματα π. Plat. добавлять к другим гласным (за исключением ε, υ, ο, ω) другие буквы (для образования их алфавитных наименований);<br /><b class="num">5)</b> [[придавать]], [[сообщать]] ([[μέγεθος]] καὶ [[κάλλος]] π. τινί Arst.);<br /><b class="num">6)</b> [[налагать]], [[навязывать]] (τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἓλλησι Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> [[давать]], [[передавать]] (βασιληΐην τινί Her.; τὸν κάλλιστον [[ὄνομα]] τῇ πόλει Thuc.): π. ἀτιμίαν τινί Thuc. наносить кому-л. оскорбление; τὴν ἐλευθερίην π. τινί Her. даровать кому-л. свободу; π. στρατηγίαν τινί Polyb. возложить на кого-л. командование;<br /><b class="num">8)</b> [[приписывать]] (ἐπιστήμην τινι Polyb.);<br /><b class="num">9)</b> перен. облекать: π. πίστιν τινί Aeschin. облечь кого-л. (своим) доверием; π. τινὰ ὕβρει Diog. L. преисполнить кого-л. гордостью.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''περιτίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ <i>περιέθηκα</i>, αόρ. βʹ προστ. <i>περίθες</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] γύρω από [[κάτι]] [[άλλο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>περιτιθέναι τί τινι</i>, σε Ηρόδ. — Μέσ., [[τοποθετώ]] γύρω μου, [[περιβάλλω]], σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. όπως το [[περιβάλλω]], [[παραχωρώ]], [[χορηγώ]], [[επιδαψιλεύω]], <i>περιτίθημί τινι βασιληΐην ἐλευθερίην</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως, [[περιτίθημι]] τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι, [[επιβάλλω]] τη Μηδική [[εξουσία]] ως [[ζυγό]] γύρω από το λαιμό των Ελλήνων, σε Θουκ.
|lsmtext='''περιτίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ <i>περιέθηκα</i>, αόρ. βʹ προστ. <i>περίθες</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] γύρω από [[κάτι]] [[άλλο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>περιτιθέναι τί τινι</i>, σε Ηρόδ. — Μέσ., [[τοποθετώ]] γύρω μου, [[περιβάλλω]], σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. όπως το [[περιβάλλω]], [[παραχωρώ]], [[χορηγώ]], [[επιδαψιλεύω]], <i>περιτίθημί τινι βασιληΐην ἐλευθερίην</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως, [[περιτίθημι]] τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι, [[επιβάλλω]] τη Μηδική [[εξουσία]] ως [[ζυγό]] γύρω από το λαιμό των Ελλήνων, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιτίθημι:''' (aor. 1 περιέθηκα, aor. 2 περιέθην; Hom. только in tmesi) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[накладывать кругом]] (ξυλα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[надевать]] (κυνέην τινί Her.; χλαμύδα τινί NT); med. надевать на себя ([[ξίφος]] ὤμῳ Hom.; στρεπτόν Xen.; στέφανον Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[строить кругом]] (φραγμὸν τῷ ἀμπελῶνι NT);<br /><b class="num">4)</b> [[прибавлять]], [[приставлять]]: τοῖς ἄλλοις φωνήεσι ἄλλα γράμματα π. Plat. добавлять к другим гласным (за исключением ε, υ, ο, ω) другие буквы (для образования их алфавитных наименований);<br /><b class="num">5)</b> [[придавать]], [[сообщать]] ([[μέγεθος]] καὶ [[κάλλος]] π. τινί Arst.);<br /><b class="num">6)</b> [[налагать]], [[навязывать]] (τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἓλλησι Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> [[давать]], [[передавать]] (βασιληΐην τινί Her.; τὸν κάλλιστον [[ὄνομα]] τῇ πόλει Thuc.): π. ἀτιμίαν τινί Thuc. наносить кому-л. оскорбление; τὴν ἐλευθερίην π. τινί Her. даровать кому-л. свободу; π. στρατηγίαν τινί Polyb. возложить на кого-л. командование;<br /><b class="num">8)</b> [[приписывать]] (ἐπιστήμην τινι Polyb.);<br /><b class="num">9)</b> перен. облекать: π. πίστιν τινί Aeschin. облечь кого-л. (своим) доверием; π. τινὰ ὕβρει Diog. L. преисполнить кого-л. гордостью.
|lstext='''περιτίθημι''': μέλλ. -θήσω· ἀόρ. α΄ περιέθηκα, ας, ε κτλ. (ὁ πλ. καὶ ἐκ τοῦ ἀορ. β΄ περιέθεμεν κτλ.), προστ. περίθες. Τίθημί τι [[περί]] τι, περὶ δὲ ξύλα θῆκαν Ὀδ. Σ. 308· π. κυνέην τινὶ Ἡρόδ. 2. 162· στέφανόν τινι ὁ αὐτ. 6. 69· [[πιλίδιον]] περὶ τὴν κεφαλὴν Πλάτ. Πολ. 406D· χρυσὸν [[αὐτόθι]] 420Ε· τοῖς φωνήεσί τε καὶ τοῖς ἀφώνοις... περιτιθέντες ἄλλα γράμματα λέγομεν, συνάπτοντες ἄλλα γράμματα προφέρομεν, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 393Ε, 414C· π. τοῖς σχήμασι σφαῖραν Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 2, 11· σκληρὸν περιέθηκεν ἡ [[φύσις]] περὶ τὸ σαρκῶδες ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 8. ― Μέσ., [[τίθημι]] περὶ ἐμαυτόν, περιβάλλομαι, φορῶ, περὶ δὲ τρυφάλειαν... κρατὶ θέτο Ἰλ. Τ. 381· περὶ δὲ [[ξίφος]] ὀξὺ θέτ’ ὤμῳ Ὀδ. Β. 3, Δ. 308· περθέμενον χλάμυν (Αἰολ. ἀντὶ περι-) Σαπφὼ 68 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Seidl) π. στέφανον Εὐρ. Μήδ. 984, Ἀριστοφ. Θεσμ. 380, κ. ἀλλ.· στρεπτὸν Ξεν. Κύρ. 2. 4, 6· σκευὴν Πλάτ. Κρίτων 53D· [[δακτύλιον]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 360Β· [[διάδημα]] αὐτὸς περιεθήκατο Ἀππ. Μιθρ. 67. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ [[περιβάλλω]], [[παρέχω]], χορηγῶ, ἐπιδαψιλεύω, π. τινὶ βασιληίην, ἐλευθερίην, [[κράτος]] Ἡρόδ. 1. 129., 3. 81, 142, Σιμων. 97· τὸ κάλλιστον [[ὄνομα]], δόξαν, [[ἀξίωμα]], κτλ., Θουκ. 4. 87, Ἰσοκρ. 112C, κτλ.· π. τινὶ [[ὄνειδος]], ἀτιμίαν, Ἀντιφῶν 131. 32, Θουκ. 6. 89· πίστιν τινὶ Αἰσχίν. 41. 31· συμφορὰν Ἀντιφῶν 118. 3· π. τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησιν, [[ἐπιβάλλω]] τὸν Μηδικὸν ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτῶν, Θουκ. 8. 43· ὁ [[πυκτικός]]... οὐ πᾶσι τὴν αὐτὴν μάχην π., δὲν προδιαγράφει, δὲν ἐφαρμόζει…, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10, 9, 15· π. ἐπιστήμην τινί, ἀποδίδω, [[ἀπονέμω]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 6, 14· [ταῖς πράξεσι] [[μέγεθος]] π. καὶ [[κάλλος]] ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 9, 40· ― Μέσ., [[ἀναλαμβάνω]], ὑποδύομαι, [[σχῆμα]] ἀλλότριον Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 28. 2) τἀνάπαλιν, π. τινὰ ὕβρει, [[περιβάλλω]]..., Διογ. Λ. 6. 33.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-τίθημι om... heen plaatsen, opzetten; ook med..; περίθου τὸν στέφανον zet de krans op je hoofd Aristoph. Eccl. 131; overdr. verlenen, toewijzen:. αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν περιθεῖεν mochten de goden mij zo grote kracht verlenen Od. 3.205; περιθεῖναι ἄλλῳ τέῳ τὴν βασιληΐην iemand anders het koningschap toewijzen Hdt. 1.129.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj