πεῖσμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> amarre de navire;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tout cordage servant à tenir.<br />'''Étymologie:''' R. Πενθ, lier ; cf. R. <i>skr.</i> Bandh, lier ; cf. [[πείθω]], <i>lat.</i> fides, fido, etc.
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> amarre de navire;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tout cordage servant à tenir.<br />'''Étymologie:''' R. Πενθ, lier ; cf. R. <i>skr.</i> Bandh, lier ; cf. [[πείθω]], <i>lat.</i> fides, fido, etc.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πεῖσμα''': τὸ ([[πείθω]]) τὸ [[καλῴδιον]] πλοίου, [[καθόλου]], τὸ ἐκ τῆς πρύμνης [[σχοινίον]] δι’ οὗ τὸ [[πλοῖον]] προσεδένετο εἰς τὴν ξηρὰν (πρβλ. πρυμνήσια, εὐνὴ ΙΙ), [[λιμήν]].., ἵν’ οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν - οὔτ’ εὐνὰς βαλέειν, [[οὔτε]] πρυμνήσι’ ἀνάψαι Ὀδ. Ι. 136. ([[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch)· [[πεῖσμα]] δ’ ἔλυσαν ἀπὸ τρητοῖο λίθοιο Ν. 79· [[πεῖσμα]].. κίονος ἐξάψας [[μεγάλης]] Χ. 465· ἐν τῷ πληθ., ἀπὸ πείσματ’ ἔκοψα [[νεὸς]] Κ. 127· οὕτω καὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 765, Ἀγ. 195· πίσυνοι λεπτοδόμοις π., ἐπὶ τῆς ἐκ πλοίων γεφύρας τοῦ Ξέρξου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 113· - μεταφορ., ἐχόμενοι ὥς τινος ἀσφαλοῦς π. Πλάτ. Νόμ. 893Β· ἔλυσεν [[οἷον]] νεὼς πείσματα ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 85Ε· - [[ὡσαύτως]], [[σχοινίον]] πρὸς οἱανδήποτε χρῆσιν, Ὀδ. Κ. 167· [[σχοινίον]] ἀκάτου, «καραβόσχοινον», Θεόφιλος ἐν «Νεοπτολέμῳ» 1. 2) [[μίσχος]] τοῦ σύκου, «σῦκα μετὰ τῶν πεισμάτων, [[ἤτοι]] τῶν ὀμφαλῶν, [[τουτέστι]] τοῦ μέρους ἀφ’ οὗ ἐπὶ τῶν δένδρων ἤρτηται» Γεωπ. 10. 56, 2 καὶ 4· παρ’ Ἡσυχ.: [[πάσμα]], «ὦ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ [[φύλλον]]» καὶ [[πέσμα]], «ἢ [[πεῖσμα]], ἢ [[μίσχος]]. ἔστι δὲ ἐξ οὗ τὸ [[φύλλον]] ἤρτηται». ΙΙ. [[κατάπεισις]], [[πεποίθησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 18, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20. 26· μετὰ πείσματος, μετὰ πεποιθήσεως, Πλούτ. 2. 106. (Κυρίως, τὸ τηροῦν τινα ἐν ὑποταγῇ, ἢ τὸ ὑπακουόμενον, [[ὅθεν]] ἀμφότεραι αἱ σημασίαι· ὑπάρχει ὁμοία διπλῇ [[σημασία]] ἐν τῇ λέξει [[ἕρμα]]).
|elnltext=πεῖσμα -ατος, τό touw, kabel.
}}
{{elru
|elrutext='''πεῖσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> канат, преимущ. причальный Hom., Aesch., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[убеждение]], [[доверие]] Plut., Sext.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πεῖσμα:''' -ατος, τό ([[πείθω]]), [[σχοινί]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· γενικά, [[σχοινί]], σε Ομήρ. Οδ. ([[κυρίως]], αυτό που εξωθεί σε [[υπακοή]]).
|lsmtext='''πεῖσμα:''' -ατος, τό ([[πείθω]]), [[σχοινί]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· γενικά, [[σχοινί]], σε Ομήρ. Οδ. ([[κυρίως]], αυτό που εξωθεί σε [[υπακοή]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πεῖσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> канат, преимущ. причальный Hom., Aesch., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[убеждение]], [[доверие]] Plut., Sext.
|lstext='''πεῖσμα''': τὸ ([[πείθω]]) τὸ [[καλῴδιον]] πλοίου, [[καθόλου]], τὸ ἐκ τῆς πρύμνης [[σχοινίον]] δι’ οὗ τὸ [[πλοῖον]] προσεδένετο εἰς τὴν ξηρὰν (πρβλ. πρυμνήσια, εὐνὴ ΙΙ), [[λιμήν]].., ἵν’ οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν - οὔτ’ εὐνὰς βαλέειν, [[οὔτε]] πρυμνήσι’ ἀνάψαι Ὀδ. Ι. 136. ([[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch)· [[πεῖσμα]] δ’ ἔλυσαν ἀπὸ τρητοῖο λίθοιο Ν. 79· [[πεῖσμα]].. κίονος ἐξάψας [[μεγάλης]] Χ. 465· ἐν τῷ πληθ., ἀπὸ πείσματ’ ἔκοψα [[νεὸς]] Κ. 127· οὕτω καὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 765, Ἀγ. 195· πίσυνοι λεπτοδόμοις π., ἐπὶ τῆς ἐκ πλοίων γεφύρας τοῦ Ξέρξου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 113· - μεταφορ., ἐχόμενοι ὥς τινος ἀσφαλοῦς π. Πλάτ. Νόμ. 893Β· ἔλυσεν [[οἷον]] νεὼς πείσματα ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 85Ε· - [[ὡσαύτως]], [[σχοινίον]] πρὸς οἱανδήποτε χρῆσιν, Ὀδ. Κ. 167· [[σχοινίον]] ἀκάτου, «καραβόσχοινον», Θεόφιλος ἐν «Νεοπτολέμῳ» 1. 2) [[μίσχος]] τοῦ σύκου, «σῦκα μετὰ τῶν πεισμάτων, [[ἤτοι]] τῶν ὀμφαλῶν, [[τουτέστι]] τοῦ μέρους ἀφ’ οὗ ἐπὶ τῶν δένδρων ἤρτηται» Γεωπ. 10. 56, 2 καὶ 4· παρ’ Ἡσυχ.: [[πάσμα]], «ὦ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ [[φύλλον]]» καὶ [[πέσμα]], «ἢ [[πεῖσμα]], ἢ [[μίσχος]]. ἔστι δὲ ἐξ οὗ τὸ [[φύλλον]] ἤρτηται». ΙΙ. [[κατάπεισις]], [[πεποίθησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 18, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20. 26· μετὰ πείσματος, μετὰ πεποιθήσεως, Πλούτ. 2. 106. (Κυρίως, τὸ τηροῦν τινα ἐν ὑποταγῇ, ἢ τὸ ὑπακουόμενον, [[ὅθεν]] ἀμφότεραι αἱ σημασίαι· ὑπάρχει ὁμοία διπλῇ [[σημασία]] ἐν τῇ λέξει [[ἕρμα]]).
}}
{{elnl
|elnltext=πεῖσμα -ατος, τό touw, kabel.
}}
}}
{{etym
{{etym