3,273,036
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> croire en, se confier à, se fier à <i>ou</i> dans, τινι ; <i>Pass.</i> être traité avec confiance, recevoir des témoignages de confiance : [[ὑπό]] τινος de qqn;<br /><b>2</b> croire à, ajouter foi à : τινι à ce que dit qqn ; [[τι]] croire à qch ; <i>Pass.</i> être cru, avoir créance auprès de qqn ; avec un inf. : πιστευθεὶς ἀληθεύσειν ἃ ἔλεγες XÉN on avait la confiance que tu disais vrai;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> confier : τινί [[τι]] qch à qqn ; ἑαυτόν τινι LYS se confier à qqn ; <i>Pass.</i> recevoir en dépôt.<br />'''Étymologie:''' [[πιστός]]¹. | |btext=<b>I.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> croire en, se confier à, se fier à <i>ou</i> dans, τινι ; <i>Pass.</i> être traité avec confiance, recevoir des témoignages de confiance : [[ὑπό]] τινος de qqn;<br /><b>2</b> croire à, ajouter foi à : τινι à ce que dit qqn ; [[τι]] croire à qch ; <i>Pass.</i> être cru, avoir créance auprès de qqn ; avec un inf. : πιστευθεὶς ἀληθεύσειν ἃ ἔλεγες XÉN on avait la confiance que tu disais vrai;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> confier : τινί [[τι]] qch à qqn ; ἑαυτόν τινι LYS se confier à qqn ; <i>Pass.</i> recevoir en dépôt.<br />'''Étymologie:''' [[πιστός]]¹. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πιστεύω [πιστός] vertrouwen (op); met dat..; οὔτε ἐπίστευσαν σφίσιν αὐτοῖς evenmin vertrouwden zij op zichzelf Thuc. 3.5.2; met dat. en acc. v. h. inw. obj.. μεγάλα πιστεύσαντ’ ἐμοί in mij in belangrijke zaken vertrouwen gesteld hebbend Soph. Tr. 1228; πιστευθεὶς ὡς δημοτικὸς ὤν vertrouwd als vriend van het volk Aristot. Pol. 1305a28. geloven in; met dat..; θεῶν... θεσφάτοισιν in de uitspraken van de goden Aeschl. Pers. 800; met acc. n..; πίστευσον... τάδε hecht hier geloof aan Soph. OT 646; later met prep. geloven in (de werkelijkheid van iets):; εἰς τὸν Θεόν in God NT Io. 16.1; ἐν τῷ εὐαγγελίῳ in het evangelie NT Marc. 1.15; ἐπὶ τὸν Κύριον in de Heer NT Act. Ap. 9.42; abs.. οἱ πιστεύοντες de gelovigen NT Rom. 3.22; οἱ πιστεύσαντες die tot geloof zijn gekomen NT Act. Ap. 2.44; οἱ πεπιστευκότες de trouwe gelovigen NT Act. Ap. 19.18. geloven (dat iets waar is), erop vertrouwen (dat); met inf..; πιστεύων δὲ ὀρθῶς γιγνώσκειν περὶ τοῦ μὴ ἐξιέναι overtuigd dat zijn visie om niet uit te rukken, juist was Thuc. 2.22.1; met inf. fut..; διὰ τὸ αἰσχρὸν δὴ βοηθήσειν ὑμῖν πιστεύετε αὐτούς jullie vertrouwen erop dat zij uit eergevoel jullie te hulp zullen komen Thuc. 5.105.3; οὐδ’ ἂν τούτοις ἐπίστευον ἐμμόνοις ἔσεσθαι ik zou er niet op vertrouwen dat deze mannen betrouwbaar zijn Xen. Cyr. 3.3.55; πιστευθεὶς ἀληθεύσειν ἃ ἔλεγες omdat men geloofde dat jij zou waarmaken wat jij zei Xen. An. 7.7.25; met inf. aor..; ἐπίστευε μηδὲν ἂν παρὰ τὰς σπονδὰς παθεῖν men geloofde dat men niets dat in strijd met het verdrag was, mee zou maken Xen. An. 1.9.8; met ὅτι:. ὅτι σοι δόξει ἀποδοῦναι πιστεύω ik vertrouw erop dat jij zult besluiten te betalen Xen. An. 7.7.47. toevertrouwen, met dat. en acc.: μειρακίῳ ἀνοήτῳ πιστεύσας τὸ ἅρμα door aan een domme jongen de wagen toe te vertrouwen Luc. 79.24.1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πιστεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> верить, доверять(ся) ([[θεῶν]] θεοφάτοισιν Aesch.; λόγοις Eur., Plut.; τῇ ἀκοῇ, ἐπὶ πᾶσιν [[οἷς]] ἐλάλησαν NT): π. τι ἀληθὲς εἶναι Plat. верить в истинность чего-л.; [[ἄξιος]] πιστεύεσθαι Plat. заслуживающий доверия; ἐπιστευόμην ὑπὸ Λακεδαιμονίων Xen. я пользовался доверием у лакедемонян; παρὰ Διὸς αὐτοῖς οἱ νόμοι πεπιστευμένοι [[ἦσαν]] γεγονέναι Plat. у них (т. е. критян) верили, что их законы произошли от Зевса;<br /><b class="num">2)</b> [[вверять]], [[поручать]] (τὸν [[ἑαυτοῦ]] βίον τινί Men.): τὴν ἀρχην πεπιστευμένος Plat. облеченный высшей властью: πιστευθῆναί τι или τινος [[παρά]] или [[ὑπό]] τινος Polyb. быть поставленным во главе чего-л. кем-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[верить]], [[вверять]] (τῷ θεῷ и εἰς τὸν θεόν, ἐν τῷ εὐαγγελίῳ NT). | |||
}} | }} | ||
{{Abbott | {{Abbott | ||
Line 34: | Line 37: | ||
|lsmtext='''πιστεύω:''' μέλ. <i>-εύσω</i>, υπερσ. <i>πεπιστεύκειν</i> ([[πίστις]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εμπιστεύομαι]], στηρίζομαι πάνω ή σε, έχω [[πίστη]], βασίζομαι, [[πιστεύω]] σ' ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], με δοτ., [[πιστεύω]] τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· με ουδ. επίθ., λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον [[τάδε]], πίστεψε αυτά εδώ τα [[λόγια]] μου, σε Ευρ.· [[έπειτα]], [[πιστεύω]] εἰς Θεόν, [[πιστεύω]] στον Θεό, σε Καινή Διαθήκη· [[πιστεύω]] ἐπὶ τὸν Κύριον, στον ίδ.· απόλ. [[πιστεύω]], [[θεωρώ]], [[παραδέχομαι]] ως αληθές, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., πιστεύομαι, θεωρούμαι [[πιστευτός]], σε Πλάτ.· πιστεύεσθαι [[ὑπό]] τινος, [[απολαμβάνω]] την [[εμπιστοσύνη]] κάποιου, σε Ξεν.· πιστεύομαι [[παρά]] τινι, [[πρός]] τινα, σε Δημ.· <i>ὡς πιστευθησόμενος</i>, σαν να επρόκειτο να γίνει [[πιστευτός]], στον ίδ. — Μέσ., [[πιστεύω]] αμοιβαία, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφωνώ]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[πιστεύω]] ότι, [[αισθάνομαι]] [[σίγουρος]] ή πεπεισμένος ότι ένα [[πράγμα]] είναι, θα είναι, έχει υπάρξει, σε Ευρ. κ.λπ.· [[πιστεύω]] ποιεῖν, [[τολμώ]] να κάνω ένα [[πράγμα]], σε Δημ. — Παθ., <i>πιστεύομαι ἀληθεύσειν</i>, θεωρούμαι ότι είναι πιθανόν να λέω την [[αλήθεια]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με δοτ. και απαρ., <i>τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν</i>, σ' αυτούς που πίστευε ότι θα τηρούσαν [[σιγή]], στην [[εχεμύθεια]] αυτών που είχε [[εμπιστοσύνη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> [[πιστεύω]], έχω [[πίστη]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[πιστεύω]] τί τινι, [[εμπιστεύομαι]] [[κάτι]] σε κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν. κ.λπ. — Παθ., <i>πιστεύομαί τι</i>, μου έχει ανατεθεί εμπιστευτικά [[κάτι]], στον ίδ. | |lsmtext='''πιστεύω:''' μέλ. <i>-εύσω</i>, υπερσ. <i>πεπιστεύκειν</i> ([[πίστις]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εμπιστεύομαι]], στηρίζομαι πάνω ή σε, έχω [[πίστη]], βασίζομαι, [[πιστεύω]] σ' ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], με δοτ., [[πιστεύω]] τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· με ουδ. επίθ., λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον [[τάδε]], πίστεψε αυτά εδώ τα [[λόγια]] μου, σε Ευρ.· [[έπειτα]], [[πιστεύω]] εἰς Θεόν, [[πιστεύω]] στον Θεό, σε Καινή Διαθήκη· [[πιστεύω]] ἐπὶ τὸν Κύριον, στον ίδ.· απόλ. [[πιστεύω]], [[θεωρώ]], [[παραδέχομαι]] ως αληθές, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., πιστεύομαι, θεωρούμαι [[πιστευτός]], σε Πλάτ.· πιστεύεσθαι [[ὑπό]] τινος, [[απολαμβάνω]] την [[εμπιστοσύνη]] κάποιου, σε Ξεν.· πιστεύομαι [[παρά]] τινι, [[πρός]] τινα, σε Δημ.· <i>ὡς πιστευθησόμενος</i>, σαν να επρόκειτο να γίνει [[πιστευτός]], στον ίδ. — Μέσ., [[πιστεύω]] αμοιβαία, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφωνώ]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[πιστεύω]] ότι, [[αισθάνομαι]] [[σίγουρος]] ή πεπεισμένος ότι ένα [[πράγμα]] είναι, θα είναι, έχει υπάρξει, σε Ευρ. κ.λπ.· [[πιστεύω]] ποιεῖν, [[τολμώ]] να κάνω ένα [[πράγμα]], σε Δημ. — Παθ., <i>πιστεύομαι ἀληθεύσειν</i>, θεωρούμαι ότι είναι πιθανόν να λέω την [[αλήθεια]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με δοτ. και απαρ., <i>τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν</i>, σ' αυτούς που πίστευε ότι θα τηρούσαν [[σιγή]], στην [[εχεμύθεια]] αυτών που είχε [[εμπιστοσύνη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> [[πιστεύω]], έχω [[πίστη]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[πιστεύω]] τί τινι, [[εμπιστεύομαι]] [[κάτι]] σε κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν. κ.λπ. — Παθ., <i>πιστεύομαί τι</i>, μου έχει ανατεθεί εμπιστευτικά [[κάτι]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πιστεύω''': μέλλ. -εύσω· ὑπερσ. πεπιστεύκειν Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄, 23· ([[πίστις]]). Ἔχω πίστιν, ἐμπιστεύομαι, ἔχω πεποίθησιν εἴς τινα ἤ τι, ἢ (ἐπὶ λόγου ἢ διηγήσεως) [[παρέχω]] πίστιν, [[δέχομαι]] ὡς ἀληθές, ἀλλ’ αἱ δύο ἔννοιαι συμπίπτουσιν ὡς θέλει φανῆ ἐκ τῶν παραδειγμάτων· π. τινὶ Ἡρόδ. 1. 24., 2. 118, 120, Τραγ., κλ.· θεῶν π. θεσφάτοισι Αἰσχύλ. Πέρσ. 800· τῇ τύχῃ Θουκ. 5. 112· σφίσιν αὐτοῖς 3. 5· ταῖς ἀληθείαις Δημ. 1081. 14· τῷ λόγῳ Σόφ. Ἠλ. 886, κτλ.· σημείοις Ἀντιφῶν 139. 4· π. τινὶ ἢ ὑπέρ τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 4, 3. Πολύβ. 2. 45, 2· μετ’ οὐδ. ἀντωνυμ. ἢ ἐπιθέτ., λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε, πίστευσον κατὰ τὰ ἑξῆς, Εὐρ. Ἑλ. 710· ταῦτ’... Αἰγυπτίοις πιστεῦσαι δεῖ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12· μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν Μενάνδρ. Μονόστιχ. 335· ― μεταγεν., [[μάλιστα]] ἐν τῇ Καιν. Διαθ. εὑρίσκομεν: π. εἰς Θεόν· [[ὡσαύτως]], π. ἐπὶ τὸν Κύριον Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 42, ἴδε Ἰω. Βαλέττα Ἐπιστολιμ. Διατριβ. ἐν Λονδίνῳ 1871: ― ἀπολ., [[πιστεύω]], [[παραδέχομαι]] ὡς ἀληθές, περὶ μὲν τούτου..., [[οὔτε]] [[ἀπιστέω]] [[οὔτε]] ὧν π. τι [[λίην]] Ἡρόδ. 4. 96· χαλεπὸν παντὶ τεκμηρίῳ πιστεύειν, δύσκολον [[εἶναι]] νὰ πιστεύῃ τις εἰς πᾶσαν ἀπόδειξιν καὶ τὴν ἰσχυροτάτην, Θουκ. 1. 20· μετὰ συστοίχ. αἰτ., π. δόξαν, ἔχειν πεποίθησιν, πιστεύειν μετὰ πεποιθήσεως, [[αὐτόθι]] 5. 105. ― Παθ., πιστεύομαι, θεωροῦμαι [[ἀληθής]], [[ἄξιος]] πιστεύεσθαι Πλάτ. Λάχ. 181Β· πιστεύεσθαι ὑπό τινος, ἀπολαύειν τῆς ἐμπιστοσύνης [[αὐτοῦ]], Ξεν. Κύρ. 6. 1, 39, Ἀνάβ. 7. 6, 33· οὕτω π. [[παρά]] τινι Δημ. 622. 12., 1330. 23· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 464. 20· ὡς πιστευθησόμενος, ὡς εἰ ἔμελλε νὰ πιστευθῇ, Δημ. 830. 15, πρβλ. 957. 26· π. ὡς δημοτικὸς ὢν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5, 10· πιστεύονται [οἱ λόγοι] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 1, 4. ― Μέσ., [[πιστεύω]] ἀμοιβαίως, ἐπιστεύοντο ἃ περὶ [[ἀλλήλων]] ἔλεγον Δημ. 883. 14. 2) [[παραδέχομαι]], συμφωνῶ, οὔθ’ ὡς ὑπείξων οὔθ’ ὡς πιστεύσων Σοφ. Ο. Τ. 625, πρβλ. 646· ἀντίθ. τῷ [[ἀπιστέω]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1228. 3) μετ’ ἀπαρ., [[πιστεύω]] ὅτι..., εἶμαι [[βέβαιος]] ἢ πεπεισμένος ὅτι εἶναί τι ἢ θὰ [[εἶναι]] ἢ ὑπῆρξεν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 146· ἀληθῆ [[εἶναι]] Πλάτ. Γοργ. 524Α, κτλ., [[πιστεύω]] ἐμὲ προέχειν, εἰδέναι, κτλ., Θουκ. 2. 62, Πλάτ. Πολ. 450D, κτλ.· π. ποιεῖν, τολμῶ νὰ πράξω τι, Δημ. 866. 1· π. ὡς..., ὅτι..., Ξεν. Ἱέρ. 1. 37, Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ.· ― τὸ ἀπαρ. [[ἐνίοτε]] παραλείπεται, τὰ μὲν οὐ πιστεύουσιν οἱ νέοι (ἐξυπακ. [[εἶναι]] ἢ γεγονέναι) Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 8, 6, πρβλ. Ἀναλ. Πρότ. 2. 23, 1, π. Ζ. Γεν. 1. 2, 2· ― Παθ., παρὰ [[Διός]]... οἱ νόμοι πεπιστευμένοι ἦσαν γεγονέναι Πλάτ. Νόμ. 636D· πιστευθεὶς ἀληθεύσειν ἃ ἔλεγες... Ξεν. Ἀνάβ. 7. 7, 25· ὁ [[ἥλιος]]... πεπίστευται [[εἶναι]] μείζων τῆς οἰκουμένης Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 3, 15. 4) μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν, εἰς οὓς εἶχε τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ ἐτήρουν σιγήν, εἰς ὧν τὴν ἐχεμυθίαν εἶχε τὴν πεποίθησιν, Ἡρόδ. 8. 110, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 55, Λυσ. 156. 42. ― Παθ. 5) ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., [[πιστεύω]] εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, [[γίνομαι]] [[Χριστιανός]], Θεοφάν. 35, 7. ΙΙ. π. τινί τι, ἐμπιστεύομαί τι εἴς τινα, τίνι δ’ ἄν τις [[μᾶλλον]] πιστεύσει παρακαταθέσθαι ἢ χρήματα ἢ υἱοὺς ἢ θυγατέρας...; Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 17, Συμπ. 8, 36· ἑαυτόν τινι Λυσ. 183. 36· γυναικὶ μὴ πίστευε τόν... βίον Μενάνδρου Μονόστ. 86. ― Παθ., πιστεύομαί τι, μοὶ ἐμπιστεύουσί τι, Πλάτ. Ἐπιστ. 309Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 8· π. τι παρὰ ἢ ὑπό τινος Πολύβ. 3. 69, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 593C· μετ’ ἀπαρ., πιστευθῆναι τοῖς ἐχθροῖς διαφθείρειν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 10, πρβλ. Στράβ. 239· μετὰ γεν., πιστευθεὶς τῆς Κύπρου Πολύβ. 18. 38, 6, πρβλ. 6. 56, 13, Διόδ. 12. 15, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 19. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |