πονήρευμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />mauvaise action.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρεύομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />mauvaise action.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρεύομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πονήρευμα''': τό, πανοῦργον [[τέχνασμα]], ἐν τῷ πληθ., Δημ. 423. 23, Διον. Ἁλ. 6. 84, κτλ.
|elnltext=πονήρευμα -ατος, τό [πονηρεύομαι] steeds plur., schurkenstreken.
}}
{{elru
|elrutext='''πονήρευμα:''' ατος τό дурной поступок Dem.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πονήρευμα:''' τό, απατηλό [[τέχνασμα]], πονηρό [[μηχάνευμα]], σε πληθ., σε Δημ.
|lsmtext='''πονήρευμα:''' τό, απατηλό [[τέχνασμα]], πονηρό [[μηχάνευμα]], σε πληθ., σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πονήρευμα:''' ατος τό дурной поступок Dem.
|lstext='''πονήρευμα''': τό, πανοῦργον [[τέχνασμα]], ἐν τῷ πληθ., Δημ. 423. 23, Διον. Ἁλ. 6. 84, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πονήρευμα -ατος, τό [πονηρεύομαι] steeds plur., schurkenstreken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πονήρευμα]], ατος, τό,<br />a [[knavish]] [[trick]], in plural, Dem. [from [[πονηρεύομαι]]
|mdlsjtxt=[[πονήρευμα]], ατος, τό,<br />a [[knavish]] [[trick]], in plural, Dem. [from [[πονηρεύομαι]]
}}
}}