προαμαρτάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=pécher auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἁμαρτάνω]].
|btext=pécher auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἁμαρτάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προᾰμαρτάνω''': μέλλ. -ᾰμαρτήσομαι, [[ἁμαρτάνω]] πρότερον, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ιβ΄, 21, ιγ΄, 2· μετοχ. παθ. πρκμ., τὰ προημαρτημένα Ἡρῳδιαν. 3. 14.
|elnltext=προ-αμαρτάνω tevoren een misstap begaan, christ. tevoren zondigen.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰμαρτάνω:''' [[прежде грешить]] NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''προᾰμαρτάνω:''' μέλ. <i>-ᾰμαρτήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-[[ήμαρτον]]</i>· αμαρτάνω ή [[σφάλλω]] από [[πριν]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''προᾰμαρτάνω:''' μέλ. <i>-ᾰμαρτήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-[[ήμαρτον]]</i>· αμαρτάνω ή [[σφάλλω]] από [[πριν]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προᾰμαρτάνω:''' [[прежде грешить]] NT.
|lstext='''προᾰμαρτάνω''': μέλλ. -ᾰμαρτήσομαι, [[ἁμαρτάνω]] πρότερον, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ιβ΄, 21, ιγ΄, 2· μετοχ. παθ. πρκμ., τὰ προημαρτημένα Ἡρῳδιαν. 3. 14.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-αμαρτάνω tevoren een misstap begaan, christ. tevoren zondigen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj