προστίθημι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> προσθήσω, <i>ao.</i> προσέθηκα, <i>ao.2</i> προσέθην;<br /><i>Pass. ao.</i> προσετέθην, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[πρός]], auprès);<br /><b>1</b> placer auprès <i>ou</i> contre, apposer, appliquer sur : κλίμακας πύργοις THC appliquer des échelles contre des tours ; τὸ [[στόμα]] πρὸς τὸ [[στόμα]] XÉN appliquer sa bouche sur celle d'un autre ; <i>avec un seul rég.</i> λίθον OD appliquer une pierre contre ; [[τὰς]] πύλας THC fermer les portes ; <i>fig.</i> attribuer, assigner : [[μέτρον]] ESCHL fixer la mesure ; imputer : αἰτίαν τινί THC à qqn la cause (de qch) ; conférer, accorder ; γυναῖκά τινι HDT une jeune fille pour femme à qqn;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> imposer : ἀτιμίην τινί HDT infliger un déshonneur à qqn ; τὸ καρτερόν ESCHL faire violence;<br /><b>3</b> remettre, livrer, abandonner : πόλιν THC livrer une ville ; ᾍδῃ [[δέμας]] EUR livrer un corps à Hadès;<br /><b>4</b> causer, produire : ὄκνον πολύν SOPH causer une grande hésitation;<br /><b>II.</b> ([[πρός]], outre) placer en outre ; ajouter : φερνάς EUR donner une dot outre (la femme) ; νοσοῦντι νόσον EUR envoyer une nouvelle maladie à un malade;<br /><i><b>Moy.</b></i> προστίθεμαι (<i>f.</i> προσθήσομαι, <i>ao.</i> προσεθηκάμην, <i>etc.</i>);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> poser vers <i>ou</i> contre, porter vers : ψῆφόν τινι ESCHL donner son suffrage à qqn, voter en faveur de qqn ; ψῆφον πρ. [[ἐναντίον]] τινί THC voter contre qqn ; πόλεμόν τινι HDT porter la guerre à qqn ; μῆνίν τινι HDT décharger sa colère sur qqn;<br /><b>2</b> approcher de soi, attirer vers soi <i>ou</i> sur soi : δάμαρτα SOPH prendre une épouse ; τὸν δῆμον HDT se concilier le peuple ; φίλον τινά HDT se concilier l'amitié de qqn ; [[ἄχθος]] EUR, [[ἄλγος]] EUR s'attirer une peine, une douleur;<br /><b>3</b> ajouter : πρὸς κακοῖσι [[κακόν]] ESCHL un nouveau mal à d'autres maux ; τινα πολέμιον πρὸς τοῖς ἄλλοις XÉN se faire de qqn un ennemi ajouté aux autres;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'adjoindre à, s'associer à, prendre parti pour ; τινί, se mettre du parti de qqn ; ψήφῳ τινί THC se ranger, par son vote, du côté de qqn ; <i>avec un rég. de chose</i> : [[τῇ]] γνώμῃ HDT donner son assentiment à l'opinion de qqn, approuver l'avis de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τίθημι]].
|btext=<i>f.</i> προσθήσω, <i>ao.</i> προσέθηκα, <i>ao.2</i> προσέθην;<br /><i>Pass. ao.</i> προσετέθην, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[πρός]], auprès);<br /><b>1</b> placer auprès <i>ou</i> contre, apposer, appliquer sur : κλίμακας πύργοις THC appliquer des échelles contre des tours ; τὸ [[στόμα]] πρὸς τὸ [[στόμα]] XÉN appliquer sa bouche sur celle d'un autre ; <i>avec un seul rég.</i> λίθον OD appliquer une pierre contre ; [[τὰς]] πύλας THC fermer les portes ; <i>fig.</i> attribuer, assigner : [[μέτρον]] ESCHL fixer la mesure ; imputer : αἰτίαν τινί THC à qqn la cause (de qch) ; conférer, accorder ; γυναῖκά τινι HDT une jeune fille pour femme à qqn;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> imposer : ἀτιμίην τινί HDT infliger un déshonneur à qqn ; τὸ καρτερόν ESCHL faire violence;<br /><b>3</b> remettre, livrer, abandonner : πόλιν THC livrer une ville ; ᾍδῃ [[δέμας]] EUR livrer un corps à Hadès;<br /><b>4</b> causer, produire : ὄκνον πολύν SOPH causer une grande hésitation;<br /><b>II.</b> ([[πρός]], outre) placer en outre ; ajouter : φερνάς EUR donner une dot outre (la femme) ; νοσοῦντι νόσον EUR envoyer une nouvelle maladie à un malade;<br /><i><b>Moy.</b></i> προστίθεμαι (<i>f.</i> προσθήσομαι, <i>ao.</i> προσεθηκάμην, <i>etc.</i>);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> poser vers <i>ou</i> contre, porter vers : ψῆφόν τινι ESCHL donner son suffrage à qqn, voter en faveur de qqn ; ψῆφον πρ. [[ἐναντίον]] τινί THC voter contre qqn ; πόλεμόν τινι HDT porter la guerre à qqn ; μῆνίν τινι HDT décharger sa colère sur qqn;<br /><b>2</b> approcher de soi, attirer vers soi <i>ou</i> sur soi : δάμαρτα SOPH prendre une épouse ; τὸν δῆμον HDT se concilier le peuple ; φίλον τινά HDT se concilier l'amitié de qqn ; [[ἄχθος]] EUR, [[ἄλγος]] EUR s'attirer une peine, une douleur;<br /><b>3</b> ajouter : πρὸς κακοῖσι [[κακόν]] ESCHL un nouveau mal à d'autres maux ; τινα πολέμιον πρὸς τοῖς ἄλλοις XÉN se faire de qqn un ennemi ajouté aux autres;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'adjoindre à, s'associer à, prendre parti pour ; τινί, se mettre du parti de qqn ; ψήφῳ τινί THC se ranger, par son vote, du côté de qqn ; <i>avec un rég. de chose</i> : [[τῇ]] γνώμῃ HDT donner son assentiment à l'opinion de qqn, approuver l'avis de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τίθημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προστίθημι''': Δωρ. ποτι-· προστ. προστίθει Αἰσχύλ.· μέλλ. προσθήσω· ἀόρ. α´ προσέθηκα: ἀόρ. β´ (προσέθην), ὑποτακτ. προσθῶ (οὐχὶ πρόσθω, Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 475). - Μέσ., ἀόρ. α´ προσεθηκάμην Ἡρόδ. 4. 65· συνηθέστερον ἀόρ. β´ προσεθέμην, ὑποτακτ. προσθῶμαι (οὐχὶ πρόσθωμαι), γ´ ἑνικ. εὐκτ. προσθεῖτο (κοινῶς πρόσθοιτο) Δημ. 68. 27., 154. 1. - Παθ., ἀόρ. α΄προσετέθην Θουκ. 3. 82· ἀλλ’ ὡς παθητικὸν παραλαμβάνεται [[κυρίως]] τὸ [[πρόσκειμαι]], σπανίως καὶ τὸ [[προσπίπτω]]. -Τίθημι [[πρός]] τι, πλησίον τινός, Λατ. apponere, χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν Ὀδ. Ι. 305 (πρβλ. [[ἐπιτίθημι]] ΙΙ)· πρ. τὰς θύρας, τὴν θύραν Ἡρόδ. 3. 78, Λυσί. 92. 42· τὰς πύλας Θουκ. 4. 67· κλίμακας τοῖς πύργοις ὁ αὐτ. 3. 23. τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον, πλησιάσα, προσαρμόσασα τὸν [[βόστρ]]. εἰς..., Αἰσχύλ. Χο. 230· χέρα ἐλάτῃ Εὐρ. Βάκχ. 1110· γόνασιν ὡλένας ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 895, πρ. Σοφ. Φιλ. 942· φάρμακά τινι Πλάτ. Πολ. 420C· μύωπας πρ., βάλλω εἰς ἐνέρειαν τοὺς πτερνιστῆρας, Πολύβ. 11. 18, 4· [[ὡσαύτως]], πρ. χέρα ἐπί τι. Εὐρ. Φοίν. 1199. 2) [[παρέχω]], χορηγῶ, [[παραδίδω]], θεῶν γέρα… ἐφημέροισι προστίθει Αἰσχύλ. Πρ. 83, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 129· γυναῖκα πρ. τινί, παραχωρῶ αὐτὴν εἰς αὐτὸν ὡς σύζυγον, Ἡρόδ. 6. 126· [[ἀλλά]], πρ. γυναικὶ [[τάλαντον]], ὡς [[προῖκα]], Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 11· πρ. τινὰ ἄλλῳ πατρὶ Εὐρ. Ἴων. 1545· Ἅιδῃ τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 368, πρβλ. Φοιν. 964, Ι. Α. 540· πρ. τινὰ πυρὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 948· πρ. πόλιν Θουκ. 4. 86· τὴν διοίκησιν τῶν κοινῶν Δίων Κ. 52. 14· - [[ὡσαύτως]], νᾶσον εὐκλέϊ πρ. λόγῳ, ἀντὶ εὔκλειαν νάσῳ, Πινδ. Ν. 3. 120. 3) [[ἁπλῶς]], δίδω, [[παρέχω]], φερνὰς Εὐρ. Ἱππ. 628, πρβλ. Δημ. 402. 5· χρήματα ὁ αὐτ. 307. 7, κτλ.· πίστιν τινὶ ὁ αὐτ. 1270. 9· δῶρα καὶ τιμήν τινι Δίωνος Κ. Ἐκλογ. 123 Sturz· τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 31· ἀπολ., οὐ μόνον [[ἄνευ]] μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθείς, ἀλλὰ καὶ πληρώνων, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιφορτίζω]], [[πρῆγμα]] τὸ ἄν τοι [[προσθέω]], τὸ [[πρᾶγμα]] τὸ ὁποῖον θὰ σ’ ἐπιφορτίσω, Ἡρόδ. 1. 108., 3. 62· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., πρ. τινι πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 30· πρ. [[μέτρον]], [[ἐπιβάλλω]] μέτρα ἢ ὅρια, Αἰσχύλ. Χο. 796· - ἀκολούθως ἐπὶ πολλῶν σχέσεων, πρ. τινὶ ἀτιμίην, [[ἐπιβάλλω]] εἴς τινα τὴν ἀτιμίαν ὡς τιμωρίαν, Ἡρόδ. 7. 11· οὕτω, πρ. [[μόρον]] Αἰσχύλ. Χο. 482· ἀρὰς ἐπί τινι Σοφ. Ο.Τ. 820, πρβλ. Ο.Κ. 154· ὄκνον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 243· βλάβην ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 321· λύπην, πόνους Εὐρ. Ἱκέτ. 946, Ἡρακλ. 505, κτλ.· ὡς [[δέμας]] δείξασα σὸν ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστίθης, προξενεῖς ἐπὶ πλέον, ὁ αὐτ ἐν Ἑλ. 549· ἀπληστίαν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 218· προστ. τινὶ ἐνθύμιον Ἀντιφῶν 121. 2· ζημίας τινὶ Θουκ. 3. 39· μεταχειρίζομαί τι, τὴν φιλανθρωπίαν αὐτὸν ἠξίουν ταύτην προσθέντα ἄξιόν τι καὶ [[αὐτοῦ]] καὶ τῶν Θηβαίων πρᾶξαι Δημ. 384. 23. 2) ἀποδίδω εἴς τινα, αἰτίαν τινὶ Εὐρ. Ἴων. 1525, Θουκ. 3. 39· πρ. [[θράσος]] τινί, ἀποδίδω [[θράσος]] εἴς τινα, Εὐρ. Ἡρακλ. 475· θεοῖσιν ἀμαθίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 951· τὸ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη Θουκ. 3. 82. ΙΙΙ. προσθέτω, τινί τι Ἡρόδ. 1. 20, κ. ἀλλ.· ἔργα πρὸς τῇ γνώμῃ ὁ αὐτ. 4. 139· ἄλλον πρὸς ὧν ἔθηκαν χρυσὸν ὁ αὐτ. 196· χάριτι [[χάριν]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 327· νοσοῦντι νόσον ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1047· πρ. τι τῷ νόμῳ, προσθέτω εἰς τὸν νόμον, Ἡρόδ. 2. 136, Θουκ. 2. 35, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 468Β· προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (ἀντὶ πλέον ἢ…), [[αὐτόθι]] 335Α· ὅρκῳ πρ. (ἐξυπ. τὸν λόγον), δηλ. πρῶτον ὁρκίζομαι καὶ ἀκολούθως [[λέγω]] τὸν λόγον, Σοφ. Ἠλ. 47 (ἀλλ’ ὁ Reisk. ἀνέγνω ὅρκον, πρβλ. ὅρκου προστεθέντος, Ἀποσπ. 419· ὀμόσας… προσθείς τε χεῖρα δεξιὰν Φιλ. 942)· περὶ τοῦ ἐν Αἴ 476, ἴδε [[ἀνατίθημι]] ΙΙΙ· [[ὡσαύτως]], πρ. τι ἐπί τινι Τρ. 1253· τὶ [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 63, Πλάτ. Φίληβ. 33C· - ἀπόλ., [[κάμνω]] προσθήκας, αὐξήσεις, [[αὐξάνω]], Θουκ. 3. 45, Ἀριστ. Ποιητ. 24, 17., 26, 3· - Μέσ., μὴ... πρὸς κακοῖσι πρόσθηται κακὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 531. 2) προσθέτω, [[μάλιστα]] ἐπὶ προσθήκης γινομένης εἰς ἔκθεσιν γεγονότων ἢ εἰς ἔγγραφα, προσθεῖναι οὐδὲν εἶχον τοῖς εἰρημένοις οὐδ’ ἀφελεῖν Ἰσοκρ. 288C· πρ. καὶ ἀφελεῖν τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Θουκ. 5. 23, πρβλ. 29· πρ. τὶ πρὸς τοῖς ξυγκειμένοις Συνθήκ. [[αὐτόθι]] 47· τὶ πρὸς τὰς συνθήκας Συνθήκ. παρὰ Πολυβ. 22. 26, 27· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] αἰτ., πρ. τῷ δικαίῳ, εἰς τὸν ὁρισμὸν τοῦ δικαίου, Πλάτ. Πολ. 335Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 6, 9· πρ. ὃτι… Δημ. 304. 23. 3) μετ’ αἰτ. προσ., τίνα προστιθῶ [[τῇδε]] στάσει; Αἰσχύλ. Χο. 114· πρ. ἑαυτόν τινι, προσχωρεῖν εἰς τὴν μερίδα τινός, Θουκ. 3. 92· πρ. ἑαυτόν τινι ἐς πίστιν, ἐπὶ τοῖς ἰδίοις κέρδεσι ὁ αὐτ. 8. 46, 50. 4) ἐν τῇ ἀριθμ., προσθέτω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξαιρεῖν ἢ ἀφαιρεῖν, Πλάτ. Κρατ. 418, πρβλ. 431C, 432Α, κτλ.· ἐν τῇ Λογικῆ τοῦ Ἀριστοτέλους, προσθέτω λέξιν τινὰ σαφῶς διορίζουσαν (πρβλ. [[πρόσθεσις]] ΙΙΙ. 3, [[πρόσκειμαι]], ΙΙΙ. 4), Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2, Ἠθ. Νικ. 7. 4, 2, κ. ἀλλ. Β. Μέσ., προστίθεμαι τὴν γνώμην τινί, συμφωνῶ μετά τινος, ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην μετ’ [[αὐτοῦ]], Δημ. 1243, 9: [[πολλάκις]] δὲ καὶ ἀπολ., προστίθεμαι, συνενοῦμαι, (ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ. 3), οἷς ἂν σὺ προσθῇ, μὲ τοὺς ὁποῖους σὺ ἤθελες ἑνωθῇ, Σοφ. Ο. Κ. 1332, πρβλ. Θουκ. 3. 11., 8. 48, 87, Δημ. 68. 27., 154. 1· προσ. τῷ ἀστῷ, εἶμαι [[καλῶς]] διατεθειμένος, εὔνους εἰμί, [[διάκειμαι]], [[καλῶς]] προς..., Ἡρόδ. 2. 160, πρβλ. Δημ. 1060. 18· - ἀπολ., ὑποτάσσομαι, ὅσα ἑκουσίως προσετίθετο τῶν πολισμάτων Ἐπιστ. Φιλίππου παρὰ Δημ. 238 ἐν τέλ. 2) συναινῶ, συμφωνῶ, [[συγκατανεύω]], τῇ γνώμῃ Ἡρόδ. 1. 109., 3. 83, Θουκ. 6. 50, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 6, 10· τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι Ἡρόδ. 1. 120· τῷ Καρχηδονίων νόμῳ Πλάτ. Νόμ. 675Α. 3) ψῆφον δ’ Ὀρέστῃ τήνδ’ ἐγὼ προσθήσομαι, θὰ ῥίψω τὴν ψῆφόν μου ταύτην [[ὑπὲρ]] τοῦ Ὀρέστου, δηλ. θὰ ψηφίσω [[ὑπὲρ]] [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 735· [[οὕτως]], ἡμῖν ἂν προσθέμενοι τὴν ψῆφον εὐορκοῖτε Δημ. 1320· 16· οὕτω, μὴ μιᾷ ψήφῳ πρ. (ἐξυπ. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Θουκ. 1. 20· ψῆφον πρ. ἐναντίαν τινὶ [[αὐτόθι]] 40. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προσοικειοῦμαι, [[λαμβάνω]] τινὰ πρὸς ἐμαυτόν, [[κάμνω]] τινὰ φίλον, σύμμαχον ἢ βοηθόν, [[λαμβάνω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, πρ. τὸν δῆμον πρὸς τὴν [[ἑωυτοῦ]] μοῖραν Ἡρόδ. 5. 69, πρβλ. Θουκ. 6. 18· φίλον πρ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 53, 69, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 404· ταύτην πρόσθου δάμαρτα, λάβε αὐτὴν ὡς σύζυγον, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1224· οὕτω, προσθέμενος ἔλαβε γυναῖκα Ἐβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 1)· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, πολέμιον πρ. τινα Ξεν. Κύρ. 2. 4. 12. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐφαρμόζω]] εἰς ἐμαυτόν, βάλανον προσθεμένη Ἱππ. 976D, πρβλ. 1133C· πατρὸς στέρνα προσθέσθαι [[θέλω]], δηλ. προσθέσθαι ἐμαυτῷ, [[ἤτοι]] προσπτύξαι, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1408· - μεταφορ., τί δ’... ἂν προσθείμην πλέον; εἰς τί ἠδυνάμην νά σε ὠφελήσω; Σοφ. Ἀντ. 40· προσθέσθαι [[χάριν]] = ἐπιχαρίζεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 767· [[μάλιστα]] ἐπὶ κακῶν, [[ἐπιφέρω]] κατ’ [[ἐμαυτοῦ]], πρὸς κακοῖσι κακὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 531· μέριμναν Σοφ. Ο. Τ. 1460· κακά, [[ἄχθος]], κτλ., Εὐρ. Ἡρακλ. 146, κτλ.· οἰκεῖον πόνον, κινδύνους αὐθαιρέτους, ἀχθηδόνας Θουκ. 1. 78, 144., 2. 37· ἔχθρας ἑκουσίας πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις πρ. Πλάτ. Πρωτ. 346Β. β) [[ἐπιφέρω]] [[ἐναντίον]] ἄλλων, προσεθήκαντο πόλεμον, ἔκαμαν πόλεμον, Ἡρόδ. 4. 65· μῆνιν προστίθεμαί τινι, [[ἐκχέω]] τὴν ὀργήν μου [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 7. 229.
|elnltext=προσ-τίθημι, Dor. ποτιτίθημι, later praes. them. προστιθῶ; aor. 1 plur. προσέθεμεν en later προεθήκαμεν, Ion. med. 3 plur. προσεθήκαντο, Ion. conj. προσθέω, opt. med. 3 sing. προσθεῖτο en προσθοῖτο, Ion. προσθέοιτο; perf. med. πρόσκειμαι, bij... zetten act., met acc. en dat., of alleen acc. tegen... zetten:; λίθον ὄβριμον ὃν προσέθηκεν de stevige steen die hij ertegen aan (tegen de opening) had gezet Od. 9.305; χέρα προσέθεσαν ἐλάτῃ zij legden hun arm om de dennenboom Eur. Ba. 1110; κλίμακας προσθέντες... τοῖς πύργοις na ladders tegen de muren te hebben gezet Thuc. 3.23.1; abs. dichtdoen, toedoen:; προσθεῖναι τὰς θύρας de deur dicht doen (door de twee deurvleugels tegen elkaar te brengen) Hdt. 3.78.3; op... leggen, aanbrengen op, op... doen:; οὐ τοῖς καλλίστοις τοῦ ζῴου τὰ κάλλιστα φάρμακα προστίθεμεν wij brengen niet de mooiste kleuren op de mooiste lichaamsdelen aan Plat. Resp. 420c; overdr. toepassen:. ἐὰν δὲ προστιθῇ τὸ καρτερόν als iemand geweld toepast Aeschl. Suppl. 612; τὴν φιλανθρωπίαν... ταύτην προσθέντ ( α ) die bekende welwillendheid aan de dag leggend Dem. 19.140. bij... leggen, toedelen, bezorgen, opleggen:; πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω de taak die ik je opdraag Hdt. 1.108.4; τούτῳ γυναῖκα προσθεῖναι hem een vrouw bezorgen Hdt. 6.126.1; σφαγέντα παῖδα προσθεῖναι πόλει het offer van mijn zoon aan te bieden aan de stad Eur. Phoen. 964; μὴ ἐγώ τισι προσθῶ τὴν πόλιν bang dat ik de stad aan bepaalde lieden uitlever Thuc. 4.86.3; προσθέντες ἄλλοισιν πόνους anderen last bezorgend Eur. Hcld. 505; ζημίας π. straf opleggen Thuc. 3.39.7; λύπην... προσθεῖναι verdriet bezorgen Eur. Suppl. 946; τῷ θεῷ προστίθης τὴν αἰτίαν jij legt de verantwoordelijkheid bij de godheid Eur. Ion 1525; ἀπληστίαν λέχους πάσαις γυναιξί προστιθεῖσ’ ἂν ηὐρέθης dan zou uitkomen dat je de vrouw een onverzadigbare wellust toeschreef Eur. Andr. 219; met dat. en inf..; προσέθεσαν τῷ Ἀρισταγόρῃ πρήσσειν zij gaven Aristagoras opdracht te handelen Hdt. 5.30.6; leiden tot, veroorzaken:. τὰ δεινὰ... προστίθησ’ ὄκνον vreeswekkende zaken veroorzaken aarzeling Soph. Ant. 243. toevoegen, bij... doen:; τίν’ οὖν ἔτ’ ἄλλον τῇδε προστιθῶ στάσει; wie moet ik verder nog opnemen in deze groep? Aeschl. Ch. 114; μὴ νοσοῦντί μοι νόσον προσθῇς voeg geen ziekte toe aan mijn zieke persoon Eur. Alc. 1048; ὀμόσας... προσθείς τε χεῖρα δεξιάν na te hebben gezworen en met zijn rechterhand de eed te hebben bekrachtigd Soph. Ph. 942; προσθεὶς γὰρ ὁ... πατὴρ φερνὰς ἀπῴκισ ( ε ) de vader laat haar uit het huis vertrekken en geeft een bruidschat op de koop toe Eur. Hipp. 628; προσθεὶς ἑαυτὸν zich aansluitend bij Thuc. 8.46.5; abs..; προστιθεὶς (sc. μισθόν ) er geld bijleggend Plat. Euthyph. 3d; abs..; οὔτ’ ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι je kunt niets wegnemen of toevoegen Aristot. EN 1106b11; spec. van woorden; Μιλήσιοι δὲ τάδε προστιθεῖσι τούτοισι de Milesiërs voegen het volgende daaraan toe Hdt. 1.20; καὶ οὐκέτι προστίθημ’ ὅτι en dan hoef ik niet meer toe te voegen dat... Dem. 18.231; NT in comb. met ander werkw. ( vgl. 2d). προσθεὶς εἶπε παραβολήν hij heeft verder nog een gelijkenis verteld NT Luc. 19.11. med. naar zich toe brengen; met acc..; πατρός... στέρνα προσθέσθαι θέλω ( lett. ik wil mijn vaders borst tegen mij aandrukken) ik wil mij aan mijn vaders borst drukken Eur. HF 1408; overdr..; προσθοῦ δάμαρτα neem haar tot je vrouw Soph. Tr. 1224; προσθέσθαι μέριμναν zich zorgen maken Soph. OT 1460; τί... ἂν... προσθείμην πλέον; wat zou ik ermee opschieten? Soph. Ant. 40; overdr..; τὸν Ἀθηναίων δῆμον... πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν προσεθήκατο hij bracht het Atheense volk aan zijn kant Hdt. 5.69.2; geneesk.. προσθέσθαι βάλανον zich een zetpil toedienen Hp. Epid. 1.26.1. toedelen, bezorgen, met acc. en dat.: ὥς οἱ... πόλεμον προσεθήκαντο dat zij hem met een oorlog hadden opgezadeld Hdt. 4.65.2; οὐκ ἄν σφι... μῆνιν... προσθέσθαι (naar mijn mening) zouden zij geen wrok tegen hen hebben gekoesterd Hdt. 7.229.2; οὐκ ἤθελες θέλοντι προσθέσθαι χάριν jij wilde mij niet terwille zijn Soph. OC 767; ψῆφον δ’ Ὀρέστῃ τήνδ’ ἐγὼ προσθήσομαι ik zal mijn stem hier ten gunste van Orestes uitbrengen Aeschl. Eum. 735. zich aansluiten bij, partij kiezen voor, met dat.:; οὔ οἱ ἔγωγε προσθήσομαι τῇ γνώμῃ ik zal mij niet bij zijn besluit aansluiten Hdt. 1.109.2; οἷς ἂν σὺ προσθῇ voor wie jij partij zou kiezen Soph. OC 1332; abs. zijn voorkeur laten blijken:. μὴ μιᾷ ψήφῳ προστίθεσθαι ἑκάτερον, ἀλλὰ δυοῖν dat elk (van beide koningen) niet door middel van één stem, maar met twee stemmen zijn voorkeur kon laten blijken Thuc. 1.20.3. NT in comb. met ander werkw. ( vgl. 1c) toevoegen, erbij doen:. προσέθετο ἕτερον πέμψαι δοῦλον hij zond ook nog een andere slaaf NT Luc. 20.11.
}}
{{elru
|elrutext='''προστίθημι:''' дор. [[ποτιτίθημι]]<br /><b class="num">1)</b> [[прикладывать]], [[приставлять]] (λίθον Hom.; κλίμακας τοῖς πύργοις Thuc.): στέρνα τινὸς προσθέσθαι Eur. прижать кого-л. к своей груди; χέρα π. [[ἐλάτη]] Eur. хвататься рукой за сосну; π. γόνασίν τινος ὠλένας Eur. обнимать чьи-л. колени руками; π. τοὺς μύωπας Polyb. бить шпорами, шпорить;<br /><b class="num">2)</b> [[притворять]], [[затворять]] (τὰς θύρας Her.; τὰς πύλας Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[протягивать]] (в знак клятвы), простирать (χεῖρα δεξιάν Soph.);<br /><b class="num">4)</b> тж. med. [[давать]], [[передавать]] (τί τινι Aesch., Her.): οὐ [[μόνον]] [[ἄνευ]] μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθείς Plat. не только без вознаграждения, но даже приплачивая; π. τινὰ πυρί Eur. предавать кого-л. огню; Ἃιδῃ τινὰ π. Eur. предавать кого-л. Гадесу, т. е. смерти; π. τινὶ πόλιν Thuc. передавать кому-л. город; τινά τινι γυναῖκα [[προσθεῖναι]] Her. выдать кого-л. за кого-л. замуж; προσθέσθαι τινὰ δάμαρτα Soph. взять кого-л. в жены;<br /><b class="num">5)</b> [[накладывать]], [[налагать]], [[возлагать]] (πρῆγμά τινι Her.; τινὶ ζημίας Thuc.): π. τινὶ ἀτιμίην Her. покрывать кого-л. позором; τὰς [[ἀράς]] τινι π. Soph. осыпать кого-л. проклятиями; π. τινὶ πρήσσειν τῇ δύναιτο [[ἄριστα]] Her. поручить кому-л. действовать как можно лучше; ἐν δρόμῳ π. [[μέτρον]] Aesch. умерять бег;<br /><b class="num">6)</b> тж. med. [[причинять]] (τινὶ πόνους Eur.): π. τινὶ ἔκπληξιν ἀφασίαν τε Eur. повергнуть кого-л. в немое изумление; πόλεμον προσθέσθαι Her. вступить в войну;<br /><b class="num">7)</b> [[приписывать]] ([[θράσος]] τινί Eur.): μὴ τοῖς ὀλίγοις ἡ [[αἰτία]] προστεθῇ Thuc. пусть не приписывается эта вина (лишь) немногим;<br /><b class="num">8)</b> тж. med. прилагать, применять: π. φιλανθρωπίαν εἴς τι Dem. поступать человеколюбиво в чем-л. μῆνιν προσθέσθαι τινί Her. излить свой гнев на кого-л.;<br /><b class="num">9)</b> тж. med. [[добавлять]], [[прибавлять]], [[присоединять]] (τί τινι и πρός τινι Her., Plat. тж. ἐπί τινι Soph. и πρός τι Arst.): [[ἐάν]] τι ἀφέλωμεν ἢ προσθῶμεν Plat. если мы что-л. отнимем или прибавим; ἄγγελλε ὅρκον προστιθείς Soph. объяви, подтвердив клятвой; προσθεὶς [[εἶπε]] παραβολήν NT он добавил (следующую) притчу; Ἀθηναίοις [[προσθεῖναι]] ἑαυτόν Thuc. примкнуть к афинянам; προσθέσθαι τὸν δῆμον πρὸς τὴν [[ἑωυτοῦ]] μοίρην Her. привлечь народ на свою сторону; π. ἑαυτὸν ἐς πίστιν τινι Thuc. доверяться кому-л.; προστίθεσθαι τὴν γνώμην τινί или τῇ γνῴμῃ Xen., Dem. присоединяться к чьему-л. мнению; ψῆφόν τινι προστίθεσθαι Dem., Aesch. подавать голос за кого-л.; προσθέσθαι [[φίλον]] τινά Her. сделать кого-л. своим другом;<br /><b class="num">10)</b> [[присоединять]], [[приобщать]] (τινὰς τῇ ἐκκλησίᾳ NT).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''προστίθημι:''' Δωρ. ποτι-· προστ. <i>προστίθει</i>, μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ <i>-έθηκα</i>, αόρ. βʹ <i>-έθην</i>, υποτ. <i>-θῶ</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>-εθηκάμην</i>, αόρ. βʹ <i>-εθέμην</i>, υποτ. -[[θῶμαι]], γʹ ενικ. ευκτ. -[[θεῖτο]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>-ετεθην</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[τοποθετώ]] [[πλησίον]], Λατ. apponere, σε Ομήρ. Οδ.· [[προστίθημι]] [[τὰς]] θύρας, [[τοποθετώ]] στην πόρτα, σε Ηρόδ.· [[προστίθημι]] κλίμακας τοῖς πύργοις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] ή [[παραδίδω]], [[θεῶν]] [[γέρα]] ἐφημέροισι προστίθει, σε Αισχύλ.· <i>γυναῖκα προστίθημί τινι</i>, την [[δίνω]] σε αυτόν ως σύζυγο, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[δίνω]], [[παρέχω]], <i>φερνάς</i>, σε Ευρ.· <i>χρήματα</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προστίθημι]] πρῆγμά τινι, [[επιβάλλω]] [[περαιτέρω]] [[εργασία]] σε κάποιον, [[επιφορτίζω]], σε Ηρόδ.· επίσης με απαρ., <i>προστίθημί τινι πρήσσειν</i>, στον ίδ.· [[έπειτα]], <i>προστίθημί τινι ἀτιμίην</i>, [[επιβάλλω]] σε κάποιον την [[ατίμωση]] ως [[τιμωρία]], στον ίδ.· <i>λύπην</i>, <i>πόνους</i>, σε Ευρ.· <i>ζημίας τινί</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδίδω]] ή [[καταλογίζω]] σε κάποιον, <i>αἰτίαν τινί</i>, σε Ευρ.· [[θράσος]] τινί, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> προσθέτω, <i>προστίθημί τι τῷ νόμῳ</i>, σε Ηρόδ.· ὅρκῳ [[προστίθημι]] (ενν. <i>τὸν λόγον</i>), δηλ. [[πρώτα]] ορκίζομαι και [[έπειτα]] λέω τον λόγο, σε Σοφ.· απόλ., κάνω προσθήκες, [[επαυξάνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]] λέγεται για την [[προσθήκη]] σε [[έκθεση]] γεγονότων ή σε έγγραφα, <i>προστίθημί τι περὶ τῆς ξυμμαχίας</i>, στον ίδ.· [[προστίθημι]] τῷ δικαίῳ, προσθέτω στον ορισμό της δικαιοσύνης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[προστίθημι]] ἑαυτόν τινι, [[προσχωρώ]] στην [[παράταξη]] κάποιου, σε Θουκ. <b>Β.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> <i>προστίθεσθαι τὴν γνώμην τινί</i>, [[προσεταιρίζομαι]] τη [[γνώμη]] κάποιου, δηλ. [[συμφωνώ]] με αυτόν, σε Δημ.· απόλ., [[συναινώ]] με, [[οἷς]] ἂν σὺ προσθῇ, σε Σοφ.· [[προστίθημι]] τῷ ἀστῷ, είμαι [[καλώς]] διατεθειμένος προς αυτόν, [[διάκειμαι]] ευνοϊκά, σε Ηρόδ.· απόλ., [[υποκύπτω]], υποτάσσομαι, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίνω]] [[συγκατάθεση]], [[συμφωνώ]] με ένα [[πράγμα]], [[συναινώ]], με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ψῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι</i>, κυριολεκτικά, θα ρίξω την ψήφο μου για [[χάρη]] του Ορέστη, δηλ. θα ψηφίσω [[υπέρ]] του Ορέστη, σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>μὴ μιᾷ ψήφῳ προστίθεσθαι</i> (ενν. <i>τὴν γνώμην</i>), <i>ἀλλὰ δυοῖν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., [[προσεταιρίζομαι]] κάποιον, δηλ. κάνω κάποιον φίλον, <i>προστίθημί τινα</i>, σε Ηρόδ.· <i>ταύτην πρόσθου δάμαρτα</i>, πάρε αυτή για σύζυγο, σε Σοφ. <b>2. α)</b> με αιτ. πράγμ., προσθέτω, [[εφαρμόζω]] σε εμένα, [[αποκτώ]], πρ. [[πλέον]];, σε τί [[μπορώ]] να σε βοηθήσω;, στον ίδ.· πρ. [[χάριν]] = ἐπιχαρίζεσθαι, στον ίδ.· λέγεται για συμφορές, [[επιφέρω]] κατά του [[εαυτού]] μου, σε Τραγ. κ.λπ. <b>β)</b> [[επιφέρω]] [[εναντίον]] άλλων, <i>προσεθήκαντο πόλεμον</i>, έκαναν πόλεμο, σε Ηρόδ.· <i>μῆνιν προσθέσθαι τινί</i>, [[ξεσπώ]] την [[οργή]] μου σε κάποιον, στον ίδ.
|lsmtext='''προστίθημι:''' Δωρ. ποτι-· προστ. <i>προστίθει</i>, μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ <i>-έθηκα</i>, αόρ. βʹ <i>-έθην</i>, υποτ. <i>-θῶ</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>-εθηκάμην</i>, αόρ. βʹ <i>-εθέμην</i>, υποτ. -[[θῶμαι]], γʹ ενικ. ευκτ. -[[θεῖτο]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>-ετεθην</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[τοποθετώ]] [[πλησίον]], Λατ. apponere, σε Ομήρ. Οδ.· [[προστίθημι]] [[τὰς]] θύρας, [[τοποθετώ]] στην πόρτα, σε Ηρόδ.· [[προστίθημι]] κλίμακας τοῖς πύργοις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] ή [[παραδίδω]], [[θεῶν]] [[γέρα]] ἐφημέροισι προστίθει, σε Αισχύλ.· <i>γυναῖκα προστίθημί τινι</i>, την [[δίνω]] σε αυτόν ως σύζυγο, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[δίνω]], [[παρέχω]], <i>φερνάς</i>, σε Ευρ.· <i>χρήματα</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προστίθημι]] πρῆγμά τινι, [[επιβάλλω]] [[περαιτέρω]] [[εργασία]] σε κάποιον, [[επιφορτίζω]], σε Ηρόδ.· επίσης με απαρ., <i>προστίθημί τινι πρήσσειν</i>, στον ίδ.· [[έπειτα]], <i>προστίθημί τινι ἀτιμίην</i>, [[επιβάλλω]] σε κάποιον την [[ατίμωση]] ως [[τιμωρία]], στον ίδ.· <i>λύπην</i>, <i>πόνους</i>, σε Ευρ.· <i>ζημίας τινί</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδίδω]] ή [[καταλογίζω]] σε κάποιον, <i>αἰτίαν τινί</i>, σε Ευρ.· [[θράσος]] τινί, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> προσθέτω, <i>προστίθημί τι τῷ νόμῳ</i>, σε Ηρόδ.· ὅρκῳ [[προστίθημι]] (ενν. <i>τὸν λόγον</i>), δηλ. [[πρώτα]] ορκίζομαι και [[έπειτα]] λέω τον λόγο, σε Σοφ.· απόλ., κάνω προσθήκες, [[επαυξάνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]] λέγεται για την [[προσθήκη]] σε [[έκθεση]] γεγονότων ή σε έγγραφα, <i>προστίθημί τι περὶ τῆς ξυμμαχίας</i>, στον ίδ.· [[προστίθημι]] τῷ δικαίῳ, προσθέτω στον ορισμό της δικαιοσύνης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[προστίθημι]] ἑαυτόν τινι, [[προσχωρώ]] στην [[παράταξη]] κάποιου, σε Θουκ. <b>Β.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> <i>προστίθεσθαι τὴν γνώμην τινί</i>, [[προσεταιρίζομαι]] τη [[γνώμη]] κάποιου, δηλ. [[συμφωνώ]] με αυτόν, σε Δημ.· απόλ., [[συναινώ]] με, [[οἷς]] ἂν σὺ προσθῇ, σε Σοφ.· [[προστίθημι]] τῷ ἀστῷ, είμαι [[καλώς]] διατεθειμένος προς αυτόν, [[διάκειμαι]] ευνοϊκά, σε Ηρόδ.· απόλ., [[υποκύπτω]], υποτάσσομαι, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίνω]] [[συγκατάθεση]], [[συμφωνώ]] με ένα [[πράγμα]], [[συναινώ]], με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ψῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι</i>, κυριολεκτικά, θα ρίξω την ψήφο μου για [[χάρη]] του Ορέστη, δηλ. θα ψηφίσω [[υπέρ]] του Ορέστη, σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>μὴ μιᾷ ψήφῳ προστίθεσθαι</i> (ενν. <i>τὴν γνώμην</i>), <i>ἀλλὰ δυοῖν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., [[προσεταιρίζομαι]] κάποιον, δηλ. κάνω κάποιον φίλον, <i>προστίθημί τινα</i>, σε Ηρόδ.· <i>ταύτην πρόσθου δάμαρτα</i>, πάρε αυτή για σύζυγο, σε Σοφ. <b>2. α)</b> με αιτ. πράγμ., προσθέτω, [[εφαρμόζω]] σε εμένα, [[αποκτώ]], πρ. [[πλέον]];, σε τί [[μπορώ]] να σε βοηθήσω;, στον ίδ.· πρ. [[χάριν]] = ἐπιχαρίζεσθαι, στον ίδ.· λέγεται για συμφορές, [[επιφέρω]] κατά του [[εαυτού]] μου, σε Τραγ. κ.λπ. <b>β)</b> [[επιφέρω]] [[εναντίον]] άλλων, <i>προσεθήκαντο πόλεμον</i>, έκαναν πόλεμο, σε Ηρόδ.· <i>μῆνιν προσθέσθαι τινί</i>, [[ξεσπώ]] την [[οργή]] μου σε κάποιον, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προστίθημι:''' дор. [[ποτιτίθημι]]<br /><b class="num">1)</b> [[прикладывать]], [[приставлять]] (λίθον Hom.; κλίμακας τοῖς πύργοις Thuc.): στέρνα τινὸς προσθέσθαι Eur. прижать кого-л. к своей груди; χέρα π. [[ἐλάτη]] Eur. хвататься рукой за сосну; π. γόνασίν τινος ὠλένας Eur. обнимать чьи-л. колени руками; π. τοὺς μύωπας Polyb. бить шпорами, шпорить;<br /><b class="num">2)</b> [[притворять]], [[затворять]] (τὰς θύρας Her.; τὰς πύλας Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[протягивать]] (в знак клятвы), простирать (χεῖρα δεξιάν Soph.);<br /><b class="num">4)</b> тж. med. [[давать]], [[передавать]] (τί τινι Aesch., Her.): οὐ [[μόνον]] [[ἄνευ]] μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθείς Plat. не только без вознаграждения, но даже приплачивая; π. τινὰ πυρί Eur. предавать кого-л. огню; Ἃιδῃ τινὰ π. Eur. предавать кого-л. Гадесу, т. е. смерти; π. τινὶ πόλιν Thuc. передавать кому-л. город; τινά τινι γυναῖκα [[προσθεῖναι]] Her. выдать кого-л. за кого-л. замуж; προσθέσθαι τινὰ δάμαρτα Soph. взять кого-л. в жены;<br /><b class="num">5)</b> [[накладывать]], [[налагать]], [[возлагать]] (πρῆγμά τινι Her.; τινὶ ζημίας Thuc.): π. τινὶ ἀτιμίην Her. покрывать кого-л. позором; τὰς [[ἀράς]] τινι π. Soph. осыпать кого-л. проклятиями; π. τινὶ πρήσσειν τῇ δύναιτο [[ἄριστα]] Her. поручить кому-л. действовать как можно лучше; ἐν δρόμῳ π. [[μέτρον]] Aesch. умерять бег;<br /><b class="num">6)</b> тж. med. [[причинять]] (τινὶ πόνους Eur.): π. τινὶ ἔκπληξιν ἀφασίαν τε Eur. повергнуть кого-л. в немое изумление; πόλεμον προσθέσθαι Her. вступить в войну;<br /><b class="num">7)</b> [[приписывать]] ([[θράσος]] τινί Eur.): μὴ τοῖς ὀλίγοις ἡ [[αἰτία]] προστεθῇ Thuc. пусть не приписывается эта вина (лишь) немногим;<br /><b class="num">8)</b> тж. med. прилагать, применять: π. φιλανθρωπίαν εἴς τι Dem. поступать человеколюбиво в чем-л. μῆνιν προσθέσθαι τινί Her. излить свой гнев на кого-л.;<br /><b class="num">9)</b> тж. med. [[добавлять]], [[прибавлять]], [[присоединять]] (τί τινι и πρός τινι Her., Plat. тж. ἐπί τινι Soph. и πρός τι Arst.): [[ἐάν]] τι ἀφέλωμεν ἢ προσθῶμεν Plat. если мы что-л. отнимем или прибавим; ἄγγελλε ὅρκον προστιθείς Soph. объяви, подтвердив клятвой; προσθεὶς [[εἶπε]] παραβολήν NT он добавил (следующую) притчу; Ἀθηναίοις [[προσθεῖναι]] ἑαυτόν Thuc. примкнуть к афинянам; προσθέσθαι τὸν δῆμον πρὸς τὴν [[ἑωυτοῦ]] μοίρην Her. привлечь народ на свою сторону; π. ἑαυτὸν ἐς πίστιν τινι Thuc. доверяться кому-л.; προστίθεσθαι τὴν γνώμην τινί или τῇ γνῴμῃ Xen., Dem. присоединяться к чьему-л. мнению; ψῆφόν τινι προστίθεσθαι Dem., Aesch. подавать голос за кого-л.; προσθέσθαι [[φίλον]] τινά Her. сделать кого-л. своим другом;<br /><b class="num">10)</b> [[присоединять]], [[приобщать]] (τινὰς τῇ ἐκκλησίᾳ NT).
|lstext='''προστίθημι''': Δωρ. ποτι-· προστ. προστίθει Αἰσχύλ.· μέλλ. προσθήσω· ἀόρ. α´ προσέθηκα: ἀόρ. β´ (προσέθην), ὑποτακτ. προσθῶ (οὐχὶ πρόσθω, Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 475). - Μέσ., ἀόρ. α´ προσεθηκάμην Ἡρόδ. 4. 65· συνηθέστερον ἀόρ. β´ προσεθέμην, ὑποτακτ. προσθῶμαι (οὐχὶ πρόσθωμαι), γ´ ἑνικ. εὐκτ. προσθεῖτο (κοινῶς πρόσθοιτο) Δημ. 68. 27., 154. 1. - Παθ., ἀόρ. α΄προσετέθην Θουκ. 3. 82· ἀλλ’ ὡς παθητικὸν παραλαμβάνεται [[κυρίως]] τὸ [[πρόσκειμαι]], σπανίως καὶ τὸ [[προσπίπτω]]. -Τίθημι [[πρός]] τι, πλησίον τινός, Λατ. apponere, χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν Ὀδ. Ι. 305 (πρβλ. [[ἐπιτίθημι]] ΙΙ)· πρ. τὰς θύρας, τὴν θύραν Ἡρόδ. 3. 78, Λυσί. 92. 42· τὰς πύλας Θουκ. 4. 67· κλίμακας τοῖς πύργοις ὁ αὐτ. 3. 23. τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον, πλησιάσα, προσαρμόσασα τὸν [[βόστρ]]. εἰς..., Αἰσχύλ. Χο. 230· χέρα ἐλάτῃ Εὐρ. Βάκχ. 1110· γόνασιν ὡλένας ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 895, πρ. Σοφ. Φιλ. 942· φάρμακά τινι Πλάτ. Πολ. 420C· μύωπας πρ., βάλλω εἰς ἐνέρειαν τοὺς πτερνιστῆρας, Πολύβ. 11. 18, 4· [[ὡσαύτως]], πρ. χέρα ἐπί τι. Εὐρ. Φοίν. 1199. 2) [[παρέχω]], χορηγῶ, [[παραδίδω]], θεῶν γέρα… ἐφημέροισι προστίθει Αἰσχύλ. Πρ. 83, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 129· γυναῖκα πρ. τινί, παραχωρῶ αὐτὴν εἰς αὐτὸν ὡς σύζυγον, Ἡρόδ. 6. 126· [[ἀλλά]], πρ. γυναικὶ [[τάλαντον]], ὡς [[προῖκα]], Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 11· πρ. τινὰ ἄλλῳ πατρὶ Εὐρ. Ἴων. 1545· Ἅιδῃ τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 368, πρβλ. Φοιν. 964, Ι. Α. 540· πρ. τινὰ πυρὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 948· πρ. πόλιν Θουκ. 4. 86· τὴν διοίκησιν τῶν κοινῶν Δίων Κ. 52. 14· - [[ὡσαύτως]], νᾶσον εὐκλέϊ πρ. λόγῳ, ἀντὶ εὔκλειαν νάσῳ, Πινδ. Ν. 3. 120. 3) [[ἁπλῶς]], δίδω, [[παρέχω]], φερνὰς Εὐρ. Ἱππ. 628, πρβλ. Δημ. 402. 5· χρήματα ὁ αὐτ. 307. 7, κτλ.· πίστιν τινὶ ὁ αὐτ. 1270. 9· δῶρα καὶ τιμήν τινι Δίωνος Κ. Ἐκλογ. 123 Sturz· τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 31· ἀπολ., οὐ μόνον [[ἄνευ]] μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθείς, ἀλλὰ καὶ πληρώνων, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιφορτίζω]], [[πρῆγμα]] τὸ ἄν τοι [[προσθέω]], τὸ [[πρᾶγμα]] τὸ ὁποῖον θὰ σ’ ἐπιφορτίσω, Ἡρόδ. 1. 108., 3. 62· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., πρ. τινι πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 30· πρ. [[μέτρον]], [[ἐπιβάλλω]] μέτρα ἢ ὅρια, Αἰσχύλ. Χο. 796· - ἀκολούθως ἐπὶ πολλῶν σχέσεων, πρ. τινὶ ἀτιμίην, [[ἐπιβάλλω]] εἴς τινα τὴν ἀτιμίαν ὡς τιμωρίαν, Ἡρόδ. 7. 11· οὕτω, πρ. [[μόρον]] Αἰσχύλ. Χο. 482· ἀρὰς ἐπί τινι Σοφ. Ο.Τ. 820, πρβλ. Ο.Κ. 154· ὄκνον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 243· βλάβην ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 321· λύπην, πόνους Εὐρ. Ἱκέτ. 946, Ἡρακλ. 505, κτλ.· ὡς [[δέμας]] δείξασα σὸν ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστίθης, προξενεῖς ἐπὶ πλέον, ὁ αὐτ ἐν Ἑλ. 549· ἀπληστίαν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 218· προστ. τινὶ ἐνθύμιον Ἀντιφῶν 121. 2· ζημίας τινὶ Θουκ. 3. 39· μεταχειρίζομαί τι, τὴν φιλανθρωπίαν αὐτὸν ἠξίουν ταύτην προσθέντα ἄξιόν τι καὶ [[αὐτοῦ]] καὶ τῶν Θηβαίων πρᾶξαι Δημ. 384. 23. 2) ἀποδίδω εἴς τινα, αἰτίαν τινὶ Εὐρ. Ἴων. 1525, Θουκ. 3. 39· πρ. [[θράσος]] τινί, ἀποδίδω [[θράσος]] εἴς τινα, Εὐρ. Ἡρακλ. 475· θεοῖσιν ἀμαθίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 951· τὸ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη Θουκ. 3. 82. ΙΙΙ. προσθέτω, τινί τι Ἡρόδ. 1. 20, κ. ἀλλ.· ἔργα πρὸς τῇ γνώμῃ ὁ αὐτ. 4. 139· ἄλλον πρὸς ὧν ἔθηκαν χρυσὸν ὁ αὐτ. 196· χάριτι [[χάριν]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 327· νοσοῦντι νόσον ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1047· πρ. τι τῷ νόμῳ, προσθέτω εἰς τὸν νόμον, Ἡρόδ. 2. 136, Θουκ. 2. 35, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 468Β· προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (ἀντὶ πλέον ἢ…), [[αὐτόθι]] 335Α· ὅρκῳ πρ. (ἐξυπ. τὸν λόγον), δηλ. πρῶτον ὁρκίζομαι καὶ ἀκολούθως [[λέγω]] τὸν λόγον, Σοφ. Ἠλ. 47 (ἀλλ’ ὁ Reisk. ἀνέγνω ὅρκον, πρβλ. ὅρκου προστεθέντος, Ἀποσπ. 419· ὀμόσας… προσθείς τε χεῖρα δεξιὰν Φιλ. 942)· περὶ τοῦ ἐν Αἴ 476, ἴδε [[ἀνατίθημι]] ΙΙΙ· [[ὡσαύτως]], πρ. τι ἐπί τινι Τρ. 1253· τὶ [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 63, Πλάτ. Φίληβ. 33C· - ἀπόλ., [[κάμνω]] προσθήκας, αὐξήσεις, [[αὐξάνω]], Θουκ. 3. 45, Ἀριστ. Ποιητ. 24, 17., 26, 3· - Μέσ., μὴ... πρὸς κακοῖσι πρόσθηται κακὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 531. 2) προσθέτω, [[μάλιστα]] ἐπὶ προσθήκης γινομένης εἰς ἔκθεσιν γεγονότων ἢ εἰς ἔγγραφα, προσθεῖναι οὐδὲν εἶχον τοῖς εἰρημένοις οὐδ’ ἀφελεῖν Ἰσοκρ. 288C· πρ. καὶ ἀφελεῖν τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Θουκ. 5. 23, πρβλ. 29· πρ. τὶ πρὸς τοῖς ξυγκειμένοις Συνθήκ. [[αὐτόθι]] 47· τὶ πρὸς τὰς συνθήκας Συνθήκ. παρὰ Πολυβ. 22. 26, 27· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] αἰτ., πρ. τῷ δικαίῳ, εἰς τὸν ὁρισμὸν τοῦ δικαίου, Πλάτ. Πολ. 335Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 6, 9· πρ. ὃτι… Δημ. 304. 23. 3) μετ’ αἰτ. προσ., τίνα προστιθῶ [[τῇδε]] στάσει; Αἰσχύλ. Χο. 114· πρ. ἑαυτόν τινι, προσχωρεῖν εἰς τὴν μερίδα τινός, Θουκ. 3. 92· πρ. ἑαυτόν τινι ἐς πίστιν, ἐπὶ τοῖς ἰδίοις κέρδεσι ὁ αὐτ. 8. 46, 50. 4) ἐν τῇ ἀριθμ., προσθέτω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξαιρεῖν ἢ ἀφαιρεῖν, Πλάτ. Κρατ. 418, πρβλ. 431C, 432Α, κτλ.· ἐν τῇ Λογικῆ τοῦ Ἀριστοτέλους, προσθέτω λέξιν τινὰ σαφῶς διορίζουσαν (πρβλ. [[πρόσθεσις]] ΙΙΙ. 3, [[πρόσκειμαι]], ΙΙΙ. 4), Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2, Ἠθ. Νικ. 7. 4, 2, κ. ἀλλ. Β. Μέσ., προστίθεμαι τὴν γνώμην τινί, συμφωνῶ μετά τινος, ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην μετ’ [[αὐτοῦ]], Δημ. 1243, 9: [[πολλάκις]] δὲ καὶ ἀπολ., προστίθεμαι, συνενοῦμαι, (ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ. 3), οἷς ἂν σὺ προσθῇ, μὲ τοὺς ὁποῖους σὺ ἤθελες ἑνωθῇ, Σοφ. Ο. Κ. 1332, πρβλ. Θουκ. 3. 11., 8. 48, 87, Δημ. 68. 27., 154. 1· προσ. τῷ ἀστῷ, εἶμαι [[καλῶς]] διατεθειμένος, εὔνους εἰμί, [[διάκειμαι]], [[καλῶς]] προς..., Ἡρόδ. 2. 160, πρβλ. Δημ. 1060. 18· - ἀπολ., ὑποτάσσομαι, ὅσα ἑκουσίως προσετίθετο τῶν πολισμάτων Ἐπιστ. Φιλίππου παρὰ Δημ. 238 ἐν τέλ. 2) συναινῶ, συμφωνῶ, [[συγκατανεύω]], τῇ γνώμῃ Ἡρόδ. 1. 109., 3. 83, Θουκ. 6. 50, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 6, 10· τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι Ἡρόδ. 1. 120· τῷ Καρχηδονίων νόμῳ Πλάτ. Νόμ. 675Α. 3) ψῆφον δ’ Ὀρέστῃ τήνδ’ ἐγὼ προσθήσομαι, θὰ ῥίψω τὴν ψῆφόν μου ταύτην [[ὑπὲρ]] τοῦ Ὀρέστου, δηλ. θὰ ψηφίσω [[ὑπὲρ]] [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 735· [[οὕτως]], ἡμῖν ἂν προσθέμενοι τὴν ψῆφον εὐορκοῖτε Δημ. 1320· 16· οὕτω, μὴ μιᾷ ψήφῳ πρ. (ἐξυπ. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Θουκ. 1. 20· ψῆφον πρ. ἐναντίαν τινὶ [[αὐτόθι]] 40. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προσοικειοῦμαι, [[λαμβάνω]] τινὰ πρὸς ἐμαυτόν, [[κάμνω]] τινὰ φίλον, σύμμαχον ἢ βοηθόν, [[λαμβάνω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, πρ. τὸν δῆμον πρὸς τὴν [[ἑωυτοῦ]] μοῖραν Ἡρόδ. 5. 69, πρβλ. Θουκ. 6. 18· φίλον πρ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 53, 69, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 404· ταύτην πρόσθου δάμαρτα, λάβε αὐτὴν ὡς σύζυγον, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1224· οὕτω, προσθέμενος ἔλαβε γυναῖκα Ἐβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 1)· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, πολέμιον πρ. τινα Ξεν. Κύρ. 2. 4. 12. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐφαρμόζω]] εἰς ἐμαυτόν, βάλανον προσθεμένη Ἱππ. 976D, πρβλ. 1133C· πατρὸς στέρνα προσθέσθαι [[θέλω]], δηλ. προσθέσθαι ἐμαυτῷ, [[ἤτοι]] προσπτύξαι, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1408· - μεταφορ., τί δ’... ἂν προσθείμην πλέον; εἰς τί ἠδυνάμην νά σε ὠφελήσω; Σοφ. Ἀντ. 40· προσθέσθαι [[χάριν]] = ἐπιχαρίζεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 767· [[μάλιστα]] ἐπὶ κακῶν, [[ἐπιφέρω]] κατ’ [[ἐμαυτοῦ]], πρὸς κακοῖσι κακὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 531· μέριμναν Σοφ. Ο. Τ. 1460· κακά, [[ἄχθος]], κτλ., Εὐρ. Ἡρακλ. 146, κτλ.· οἰκεῖον πόνον, κινδύνους αὐθαιρέτους, ἀχθηδόνας Θουκ. 1. 78, 144., 2. 37· ἔχθρας ἑκουσίας πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις πρ. Πλάτ. Πρωτ. 346Β. β) [[ἐπιφέρω]] [[ἐναντίον]] ἄλλων, προσεθήκαντο πόλεμον, ἔκαμαν πόλεμον, Ἡρόδ. 4. 65· μῆνιν προστίθεμαί τινι, [[ἐκχέω]] τὴν ὀργήν μου [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 7. 229.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-τίθημι, Dor. ποτιτίθημι, later praes. them. προστιθῶ; aor. 1 plur. προσέθεμεν en later προεθήκαμεν, Ion. med. 3 plur. προσεθήκαντο, Ion. conj. προσθέω, opt. med. 3 sing. προσθεῖτο en προσθοῖτο, Ion. προσθέοιτο; perf. med. πρόσκειμαι, bij... zetten act., met acc. en dat., of alleen acc. tegen... zetten:; λίθον ὄβριμον ὃν προσέθηκεν de stevige steen die hij ertegen aan (tegen de opening) had gezet Od. 9.305; χέρα προσέθεσαν ἐλάτῃ zij legden hun arm om de dennenboom Eur. Ba. 1110; κλίμακας προσθέντες... τοῖς πύργοις na ladders tegen de muren te hebben gezet Thuc. 3.23.1; abs. dichtdoen, toedoen:; προσθεῖναι τὰς θύρας de deur dicht doen (door de twee deurvleugels tegen elkaar te brengen) Hdt. 3.78.3; op... leggen, aanbrengen op, op... doen:; οὐ τοῖς καλλίστοις τοῦ ζῴου τὰ κάλλιστα φάρμακα προστίθεμεν wij brengen niet de mooiste kleuren op de mooiste lichaamsdelen aan Plat. Resp. 420c; overdr. toepassen:. ἐὰν δὲ προστιθῇ τὸ καρτερόν als iemand geweld toepast Aeschl. Suppl. 612; τὴν φιλανθρωπίαν... ταύτην προσθέντ ( α ) die bekende welwillendheid aan de dag leggend Dem. 19.140. bij... leggen, toedelen, bezorgen, opleggen:; πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω de taak die ik je opdraag Hdt. 1.108.4; τούτῳ γυναῖκα προσθεῖναι hem een vrouw bezorgen Hdt. 6.126.1; σφαγέντα παῖδα προσθεῖναι πόλει het offer van mijn zoon aan te bieden aan de stad Eur. Phoen. 964; μὴ ἐγώ τισι προσθῶ τὴν πόλιν bang dat ik de stad aan bepaalde lieden uitlever Thuc. 4.86.3; προσθέντες ἄλλοισιν πόνους anderen last bezorgend Eur. Hcld. 505; ζημίας π. straf opleggen Thuc. 3.39.7; λύπην... προσθεῖναι verdriet bezorgen Eur. Suppl. 946; τῷ θεῷ προστίθης τὴν αἰτίαν jij legt de verantwoordelijkheid bij de godheid Eur. Ion 1525; ἀπληστίαν λέχους πάσαις γυναιξί προστιθεῖσ’ ἂν ηὐρέθης dan zou uitkomen dat je de vrouw een onverzadigbare wellust toeschreef Eur. Andr. 219; met dat. en inf..; προσέθεσαν τῷ Ἀρισταγόρῃ πρήσσειν zij gaven Aristagoras opdracht te handelen Hdt. 5.30.6; leiden tot, veroorzaken:. τὰ δεινὰ... προστίθησ’ ὄκνον vreeswekkende zaken veroorzaken aarzeling Soph. Ant. 243. toevoegen, bij... doen:; τίν’ οὖν ἔτ’ ἄλλον τῇδε προστιθῶ στάσει; wie moet ik verder nog opnemen in deze groep? Aeschl. Ch. 114; μὴ νοσοῦντί μοι νόσον προσθῇς voeg geen ziekte toe aan mijn zieke persoon Eur. Alc. 1048; ὀμόσας... προσθείς τε χεῖρα δεξιάν na te hebben gezworen en met zijn rechterhand de eed te hebben bekrachtigd Soph. Ph. 942; προσθεὶς γὰρ ὁ... πατὴρ φερνὰς ἀπῴκισ ( ε ) de vader laat haar uit het huis vertrekken en geeft een bruidschat op de koop toe Eur. Hipp. 628; προσθεὶς ἑαυτὸν zich aansluitend bij Thuc. 8.46.5; abs..; προστιθεὶς (sc. μισθόν ) er geld bijleggend Plat. Euthyph. 3d; abs..; οὔτ’ ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι je kunt niets wegnemen of toevoegen Aristot. EN 1106b11; spec. van woorden; Μιλήσιοι δὲ τάδε προστιθεῖσι τούτοισι de Milesiërs voegen het volgende daaraan toe Hdt. 1.20; καὶ οὐκέτι προστίθημ’ ὅτι en dan hoef ik niet meer toe te voegen dat... Dem. 18.231; NT in comb. met ander werkw. ( vgl. 2d). προσθεὶς εἶπε παραβολήν hij heeft verder nog een gelijkenis verteld NT Luc. 19.11. med. naar zich toe brengen; met acc..; πατρός... στέρνα προσθέσθαι θέλω ( lett. ik wil mijn vaders borst tegen mij aandrukken) ik wil mij aan mijn vaders borst drukken Eur. HF 1408; overdr..; προσθοῦ δάμαρτα neem haar tot je vrouw Soph. Tr. 1224; προσθέσθαι μέριμναν zich zorgen maken Soph. OT 1460; τί... ἂν... προσθείμην πλέον; wat zou ik ermee opschieten? Soph. Ant. 40; overdr..; τὸν Ἀθηναίων δῆμον... πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν προσεθήκατο hij bracht het Atheense volk aan zijn kant Hdt. 5.69.2; geneesk.. προσθέσθαι βάλανον zich een zetpil toedienen Hp. Epid. 1.26.1. toedelen, bezorgen, met acc. en dat.: ὥς οἱ... πόλεμον προσεθήκαντο dat zij hem met een oorlog hadden opgezadeld Hdt. 4.65.2; οὐκ ἄν σφι... μῆνιν... προσθέσθαι (naar mijn mening) zouden zij geen wrok tegen hen hebben gekoesterd Hdt. 7.229.2; οὐκ ἤθελες θέλοντι προσθέσθαι χάριν jij wilde mij niet terwille zijn Soph. OC 767; ψῆφον δ’ Ὀρέστῃ τήνδ’ ἐγὼ προσθήσομαι ik zal mijn stem hier ten gunste van Orestes uitbrengen Aeschl. Eum. 735. zich aansluiten bij, partij kiezen voor, met dat.:; οὔ οἱ ἔγωγε προσθήσομαι τῇ γνώμῃ ik zal mij niet bij zijn besluit aansluiten Hdt. 1.109.2; οἷς ἂν σὺ προσθῇ voor wie jij partij zou kiezen Soph. OC 1332; abs. zijn voorkeur laten blijken:. μὴ μιᾷ ψήφῳ προστίθεσθαι ἑκάτερον, ἀλλὰ δυοῖν dat elk (van beide koningen) niet door middel van één stem, maar met twee stemmen zijn voorkeur kon laten blijken Thuc. 1.20.3. NT in comb. met ander werkw. ( vgl. 1c) toevoegen, erbij doen:. προσέθετο ἕτερον πέμψαι δοῦλον hij zond ook nog een andere slaaf NT Luc. 20.11.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj