σέλινον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> ache <i>ou</i> persil, <i>plante ; on en faisait des couronnes aux vainqueurs des jeux isthmiques et néméens ; on s'en servait également pour ranimer les mourants, d'où le ◊ [[proverb|prov.]]</i> : σελίνου δεῖται PLUT il a besoin de persil, <i>càd</i> il va mourir {« il ne lui faut plus que de l'ache » (Bescherel 1845, en parlant d'un malade désespéré)} ; <i>on le cultivait à l'entrée des jardins ou aux bords des plants, d'où le ◊ [[proverb|prov.]]</i> : οὐδ’ [[ἐν]] σελίνῳ AR pas même encore au persil, <i>càd</i> à l'entrée (du jardin) <i>ou</i> au commencement de la besogne;<br /><b>2</b> « le frisé » Phot., <i>cf.</i> ἄρκηλα, [[βρύσσος]], [[σπατάγγης]], [[κῆπος]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt ou substrat.
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> ache <i>ou</i> persil, <i>plante ; on en faisait des couronnes aux vainqueurs des jeux isthmiques et néméens ; on s'en servait également pour ranimer les mourants, d'où le ◊ [[proverb|prov.]]</i> : σελίνου δεῖται PLUT il a besoin de persil, <i>càd</i> il va mourir {« il ne lui faut plus que de l'ache » (Bescherel 1845, en parlant d'un malade désespéré)} ; <i>on le cultivait à l'entrée des jardins ou aux bords des plants, d'où le ◊ [[proverb|prov.]]</i> : οὐδ’ [[ἐν]] σελίνῳ AR pas même encore au persil, <i>càd</i> à l'entrée (du jardin) <i>ou</i> au commencement de la besogne;<br /><b>2</b> « le frisé » Phot., <i>cf.</i> ἄρκηλα, [[βρύσσος]], [[σπατάγγης]], [[κῆπος]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt ou substrat.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σέλῑνον''': τό, Αἰολ. [[σέλινον]] Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 258· - [[εἶδος]] σελίνου, Λατ. apium, Ἰλ. Β. 776, Ὀδ. Ε. 72· σελίνου [[σπέρμα]] Ἡρόδ. 4. 71· - οἱ παλαιοὶ ἔτρωγον τὰς ῥίζας (Ἀριστοφ. Νεφ. 982, Εὔβουλος ἐν «Ἰξίονι» 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10), καὶ ἐκ τῶν φύλλων ἐποίουν στεφάνους (Ἀνακρ. 54, Θεόκρ. 3. 23, Ἀνθ. Π. 4. 1, 32)· διὰ τοιούτων δὲ στεφάνων ἐστεφανοῦντο οἱ νικηταὶ ἐν τοῖς Ἰσθμίοις καὶ τοῖς Νεμέοις, Πινδ. Ο. 13. 46, Ν. 4. 143, Ι. 2. 23, πρβλ. Διόδ. 16. 79· τοιούτους στεφάνους ἀνήρτων καὶ εἰς τοὺς τάφους, [[ὅθεν]] [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπων νοσούντων ἐπικινδύνως: σελίνου δεῖται Πλούτ. 2. 676D, πρβλ. Meineke εἰς Εὔφορ. σ. 108· ἐφυτεύοντο δὲ τὰ σέλινα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ τὰ περιθώρια τοῦ κήπου, [[ὅθεν]] καὶ ἡ [[παροιμία]]: οὐδ’ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ’ ἐν πηγάνῳ, [[μόλις]] ἔχει γείνῃ ἀρχῆ, Ἀριστοφ. Σφ. 480. ΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἡσύχ., Φώτ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 10. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὰ [[ἕλιξ]], [[ἑλίσσω]]. ὡς ἐκ τῶν σγουρῶν ἢ συνεστραμμένων φύλλων τοῦ ([[ὥσπερ]] σ., οὖλα, πρβλ. Ποιητὴν παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 11, 13, Ἀνθ. Π. 5. 121· πολύγναμπτον σ. Θεόκρ. 7. 68)· κατ’ ἄλλους ἐκ τοῦ [[ἕλος]], [[ἐπειδὴ]] αὐξάνεται [[μάλιστα]] εἰς τόπους ἑλώδεις καὶ ὑγρούς, ἑλεόθρεπτον [[σέλινον]] Ἰλ. Β. 776). [ῐ μόνον ἐν Ἀνθ. Π. 7. 621].
|elnltext=σέλῑνον -ου, τό selderij, zaad van selderij; spreekw.. οὐδ’ ἐν σελίνῳ σοὐστίν je bent nog niet eens aan het begin Aristoph. Ve. 480.
}}
{{elru
|elrutext='''σέλῑνον:''' τό (Anth. тж. ῐ) бот. сельдерей (Apium [[graveolens]]) Hom., Her., Arst., Plut.: σελίνων [[στεφάνωμα]] Pind. венок из сельдерея (которым награждались победители на Истмийских и Пифийских играх); οὐδ᾽ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ᾽ ἐν πηγάνῳ погов. Arph. твои дела не находятся (еще) ни у сельдерея, ни у руты, т. е. еще и не начинались (оба эти растения сажалась обычно по краям огородов); σελίνου δεῖται Plut. погов. он нуждается в сельдерее, т. е. дни его сочтены (сельдереем часто украшались могилы).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σέλῑνον:''' τό, το [[φυτό]] [[πετροσέλινο]] ή [[μαϊντανός]], Λατ. [[apium]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με στεφάνια από τα φύλλα του στεφανώνονταν οι νικητές των Ισθμίων και των Νεμέων, σε Πίνδ.· από το [[γεγονός]] ότι φυτευόταν στην [[άκρη]] των κήπων προέκυψε η παροιμ. [[φράση]], <i>οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ</i>, [[μόλις]] έχει αρχίσει, [[μόλις]] έχει γίνει η [[αρχή]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''σέλῑνον:''' τό, το [[φυτό]] [[πετροσέλινο]] ή [[μαϊντανός]], Λατ. [[apium]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με στεφάνια από τα φύλλα του στεφανώνονταν οι νικητές των Ισθμίων και των Νεμέων, σε Πίνδ.· από το [[γεγονός]] ότι φυτευόταν στην [[άκρη]] των κήπων προέκυψε η παροιμ. [[φράση]], <i>οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ</i>, [[μόλις]] έχει αρχίσει, [[μόλις]] έχει γίνει η [[αρχή]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σέλῑνον:''' τό (Anth. тж. ῐ) бот. сельдерей (Apium [[graveolens]]) Hom., Her., Arst., Plut.: σελίνων [[στεφάνωμα]] Pind. венок из сельдерея (которым награждались победители на Истмийских и Пифийских играх); οὐδ᾽ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ᾽ ἐν πηγάνῳ погов. Arph. твои дела не находятся (еще) ни у сельдерея, ни у руты, т. е. еще и не начинались (оба эти растения сажалась обычно по краям огородов); σελίνου δεῖται Plut. погов. он нуждается в сельдерее, т. е. дни его сочтены (сельдереем часто украшались могилы).
|lstext='''σέλῑνον''': τό, Αἰολ. [[σέλινον]] Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 258· - [[εἶδος]] σελίνου, Λατ. apium, Ἰλ. Β. 776, Ὀδ. Ε. 72· σελίνου [[σπέρμα]] Ἡρόδ. 4. 71· - οἱ παλαιοὶ ἔτρωγον τὰς ῥίζας (Ἀριστοφ. Νεφ. 982, Εὔβουλος ἐν «Ἰξίονι» 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10), καὶ ἐκ τῶν φύλλων ἐποίουν στεφάνους (Ἀνακρ. 54, Θεόκρ. 3. 23, Ἀνθ. Π. 4. 1, 32)· διὰ τοιούτων δὲ στεφάνων ἐστεφανοῦντο οἱ νικηταὶ ἐν τοῖς Ἰσθμίοις καὶ τοῖς Νεμέοις, Πινδ. Ο. 13. 46, Ν. 4. 143, Ι. 2. 23, πρβλ. Διόδ. 16. 79· τοιούτους στεφάνους ἀνήρτων καὶ εἰς τοὺς τάφους, [[ὅθεν]] [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπων νοσούντων ἐπικινδύνως: σελίνου δεῖται Πλούτ. 2. 676D, πρβλ. Meineke εἰς Εὔφορ. σ. 108· ἐφυτεύοντο δὲ τὰ σέλινα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ τὰ περιθώρια τοῦ κήπου, [[ὅθεν]] καὶ ἡ [[παροιμία]]: οὐδ’ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ’ ἐν πηγάνῳ, [[μόλις]] ἔχει γείνῃ ἀρχῆ, Ἀριστοφ. Σφ. 480. ΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἡσύχ., Φώτ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 10. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὰ [[ἕλιξ]], [[ἑλίσσω]]. ὡς ἐκ τῶν σγουρῶν ἢ συνεστραμμένων φύλλων τοῦ ([[ὥσπερ]] σ., οὖλα, πρβλ. Ποιητὴν παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 11, 13, Ἀνθ. Π. 5. 121· πολύγναμπτον σ. Θεόκρ. 7. 68)· κατ’ ἄλλους ἐκ τοῦ [[ἕλος]], [[ἐπειδὴ]] αὐξάνεται [[μάλιστα]] εἰς τόπους ἑλώδεις καὶ ὑγρούς, ἑλεόθρεπτον [[σέλινον]] Ἰλ. Β. 776). [ῐ μόνον ἐν Ἀνθ. Π. 7. 621].
}}
{{elnl
|elnltext=σέλῑνον -ου, τό selderij, zaad van selderij; spreekw.. οὐδ’ ἐν σελίνῳ σοὐστίν je bent nog niet eens aan het begin Aristoph. Ve. 480.
}}
}}
{{etym
{{etym