σηραγγώδης: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> rempli de creux;<br /><b>2</b> poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.<br />'''Étymologie:''' [[σῆραγξ]]. | |btext=ης, ες:<br /><b>1</b> rempli de creux;<br /><b>2</b> poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.<br />'''Étymologie:''' [[σῆραγξ]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σηραγγώδης -ες [σῆραγξ] poreus. Hp. VC 1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σηραγγώδης:''' [[покрытая расселинами или пещерами]] (γῆ Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, / [[σηραγγώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σῆραγξ]], -<i>αγγος</i>]<br />(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, [[πορώδης]], [[σπογγώδης]] (α. «σηραγγώδες [[σώμα]]» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.<br />γ. «σηραγγῶδες νεῦρον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου<br />β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το [[σώμα]] της κλειτορίδας<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ [[σηραγγώδης]] ἐστίν ἡ Ἴδη», <b>Παυσ.</b>). | |mltxt=-ες, / [[σηραγγώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σῆραγξ]], -<i>αγγος</i>]<br />(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, [[πορώδης]], [[σπογγώδης]] (α. «σηραγγώδες [[σώμα]]» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.<br />γ. «σηραγγῶδες νεῦρον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου<br />β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το [[σώμα]] της κλειτορίδας<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ [[σηραγγώδης]] ἐστίν ἡ Ἴδη», <b>Παυσ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, A full of holes or full of caverns, Ἴδη Paus.10.12.4, cf. D.C.48.51, Agath.2.15, Lyd.Ost.53. 2 porous, spongy, Hp.VC 1, al.; θηλαί Sor.1.88; νεῦρον Gal.10.968.
German (Pape)
[Seite 876] ες, höhlenartig, voll Höhlen, porös, löcherig, Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 15.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 rempli de creux;
2 poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.
Étymologie: σῆραγξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σηραγγώδης -ες [σῆραγξ] poreus. Hp. VC 1.
Russian (Dvoretsky)
σηραγγώδης: покрытая расселинами или пещерами (γῆ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σηραγγώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ὀπῶν καὶ σπηλαίων, Ἴδη Παυσ. 10. 12, 4. 2) πορώδης, σπογγώδης, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, κ. ἀλλ.· πρβλ. Foës Oecon.
Greek Monolingual
-ες, / σηραγγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σῆραγξ, -αγγος]
(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, πορώδης, σπογγώδης (α. «σηραγγώδες σώμα» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.
γ. «σηραγγῶδες νεῦρον», Γαλ.)
νεοελλ.
ανατ. φρ. α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου
β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το σώμα της κλειτορίδας
αρχ.
γεμάτος σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ σηραγγώδης ἐστίν ἡ Ἴδη», Παυσ.).