συναλλάσσω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> mettre en relation, unir : τινά τινι une personne à une autre ; <i>Pass.</i> avoir des relations avec, être uni <i>ou</i> s'unir avec, τινι;<br /><b>2</b> réconcilier : τινά τινι une personne avec une autre ; <i>Pass.</i> se réconcilier : [[πρός]] τινα avec qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> avoir des relations avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλλάσσω]].
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> mettre en relation, unir : τινά τινι une personne à une autre ; <i>Pass.</i> avoir des relations avec, être uni <i>ou</i> s'unir avec, τινι;<br /><b>2</b> réconcilier : τινά τινι une personne avec une autre ; <i>Pass.</i> se réconcilier : [[πρός]] τινα avec qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> avoir des relations avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλλάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συναλλάσσω''': Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― [[φέρω]] εἰς σχέσιν μετά τινος, σχετίζω, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις Αἰσχ. Θήβ. 597. ― Παθητ., Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις Εὐριπ. Ἀνδρ. 1245· ᾖ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 493. 2) διαλλάττω, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 1. 24· τινὰς Ξενοφ. Πόροι 5. 8· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 930Α. ― Παθητ. καὶ μέσ., συνδιαλλάττομαι, ἢ [[ἔρχομαι]] εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συμμαχῶ ἢ συνεταιρίζομαι μετά τινος, [[πρός]] τινα Θουκ. 8. 90, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 2, 1· ἀπολ., [[κάμνω]] εἰρήνην, Θουκ. 5. 5, Ξεν., κλπ.· μετρίως, ἐπὶ δικαίοις ὅροις, Θουκ. 4. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχέσεις μετά τινος, συναντῶ αὐτόν που, μὴ συναλλάξαντά πω Σοφ. Ο. Τ. 1110, Εὐρ. Ἡρακλ. 4, Δημ. 760. 12· [[ὡσαύτως]], ἦ ξυνήλλαξας τί πω; ἔσχες σχέσεις μετ’ [[αὐτοῦ]] ποτέ; Σοφ. Ο. Τ. 1130. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις συμφωνίας μετά τινος (ἴδε [[συνάλλαγμα]] ΙΙ), Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 8, 7, πρβλ. 8. 13, 5· κἑξ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοιοῦτο [[πρᾶγμα]] συναλλάττων Δημ. 867. 11, πρβλ. 8. 9. 21.
|elnltext=συν-αλλάσσω, zie συναλλάττω.
}}
{{elru
|elrutext='''συναλλάσσω:''' атт. [[συναλλάττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[связывать взаимоотношениями]], [[соединять]], [[приобщать]]: σ. τινά τισι Aesch. вводить кого-л. в чье-л. общество; συναλλαχθεῖσα εὐναίοις γάμοις τινί Eur. сочетавшаяся законным браком с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[примирять]] (τινά τινι Thuc. и τινάς Xen.): συναλλάσσεσθαι πρός τινα Thuc., Xen. мириться с кем-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[находиться во взаимоотношениях]], [[общаться]] (ἀλλήλοις Dem.): σ. [[βαρύς]] Eur. невыносимый в обществе, неуживчивый; ξυναλλάξας τί πω; Soph. встречался ли ты (с ним) когда-л.?;<br /><b class="num">4)</b> [[вступать в соглашение]], [[заключать сделки]] Arst., Dem.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''συναλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]] σε [[σχέση]] με, [[σχετίζω]], <i>τινάτινι</i>, σε Αισχύλ. — Παθ., έχω σχέσεις με, σχετίζομαι, <i>τινί</i>, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφιλιώνω]], <i>τινά τινι</i>, σε Θουκ. — Παθ. και Μέσ., συμφιλιώνομαι, [[συμμαχώ]] ή [[συνεταιρίζομαι]] με, [[πρός]] τινα, στον ίδ., Ξεν.· απόλ., [[συνάπτω]] [[ειρήνη]], [[ειρηνεύω]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., έχω επαφές, συναλλαγές με κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]] σε σχέσεις ή αμοιβαίες συμφωνίες, [[διαπραγματεύομαι]], σε Δημ., Αριστ.
|lsmtext='''συναλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]] σε [[σχέση]] με, [[σχετίζω]], <i>τινάτινι</i>, σε Αισχύλ. — Παθ., έχω σχέσεις με, σχετίζομαι, <i>τινί</i>, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφιλιώνω]], <i>τινά τινι</i>, σε Θουκ. — Παθ. και Μέσ., συμφιλιώνομαι, [[συμμαχώ]] ή [[συνεταιρίζομαι]] με, [[πρός]] τινα, στον ίδ., Ξεν.· απόλ., [[συνάπτω]] [[ειρήνη]], [[ειρηνεύω]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., έχω επαφές, συναλλαγές με κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]] σε σχέσεις ή αμοιβαίες συμφωνίες, [[διαπραγματεύομαι]], σε Δημ., Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συναλλάσσω:''' атт. [[συναλλάττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[связывать взаимоотношениями]], [[соединять]], [[приобщать]]: σ. τινά τισι Aesch. вводить кого-л. в чье-л. общество; συναλλαχθεῖσα εὐναίοις γάμοις τινί Eur. сочетавшаяся законным браком с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[примирять]] (τινά τινι Thuc. и τινάς Xen.): συναλλάσσεσθαι πρός τινα Thuc., Xen. мириться с кем-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[находиться во взаимоотношениях]], [[общаться]] (ἀλλήλοις Dem.): σ. [[βαρύς]] Eur. невыносимый в обществе, неуживчивый; ξυναλλάξας τί πω; Soph. встречался ли ты (с ним) когда-л.?;<br /><b class="num">4)</b> [[вступать в соглашение]], [[заключать сделки]] Arst., Dem.
|lstext='''συναλλάσσω''': Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― [[φέρω]] εἰς σχέσιν μετά τινος, σχετίζω, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις Αἰσχ. Θήβ. 597. ― Παθητ., Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις Εὐριπ. Ἀνδρ. 1245· ᾖ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 493. 2) διαλλάττω, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 1. 24· τινὰς Ξενοφ. Πόροι 5. 8· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 930Α. ― Παθητ. καὶ μέσ., συνδιαλλάττομαι, [[ἔρχομαι]] εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συμμαχῶ ἢ συνεταιρίζομαι μετά τινος, [[πρός]] τινα Θουκ. 8. 90, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 2, 1· ἀπολ., [[κάμνω]] εἰρήνην, Θουκ. 5. 5, Ξεν., κλπ.· μετρίως, ἐπὶ δικαίοις ὅροις, Θουκ. 4. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχέσεις μετά τινος, συναντῶ αὐτόν που, μὴ συναλλάξαντά πω Σοφ. Ο. Τ. 1110, Εὐρ. Ἡρακλ. 4, Δημ. 760. 12· [[ὡσαύτως]], ἦ ξυνήλλαξας τί πω; ἔσχες σχέσεις μετ’ [[αὐτοῦ]] ποτέ; Σοφ. Ο. Τ. 1130. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις συμφωνίας μετά τινος (ἴδε [[συνάλλαγμα]] ΙΙ), Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 8, 7, πρβλ. 8. 13, 5· κἑξ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοιοῦτο [[πρᾶγμα]] συναλλάττων Δημ. 867. 11, πρβλ. 8. 9. 21.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αλλάσσω, zie συναλλάττω.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj