συμπολιορκέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />assiéger ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πολιορκέω]].
|btext=-ῶ :<br />assiéger ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πολιορκέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπολιορκέω''': ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος πολιορκῶ, Ἡρόδ. 1. 161, Θουκ. 3. 20, Δημ., κλπ. ― Παθ., οἱ συμπολιορκούμενοι Πολύβ. 2. 7, 8.
|elnltext=συμ-πολιορκέω, Att. ξυμπολιορκέω samen of mede belegeren; met dat. met iem.. Thuc. 8.15.2.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπολιορκέω:''' [[совместно вести осаду]], [[вместе осаждать]] Her., Thuc., Dem.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπολιορκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμμετέχω]] σε [[πολιορκία]], [[πολιορκώ]] από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''συμπολιορκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμμετέχω]] σε [[πολιορκία]], [[πολιορκώ]] από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπολιορκέω:''' [[совместно вести осаду]], [[вместе осаждать]] Her., Thuc., Dem.
|lstext='''συμπολιορκέω''': ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος πολιορκῶ, Ἡρόδ. 1. 161, Θουκ. 3. 20, Δημ., κλπ. ― Παθ., οἱ συμπολιορκούμενοι Πολύβ. 2. 7, 8.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-πολιορκέω, Att. ξυμπολιορκέω samen of mede belegeren; met dat. met iem.. Thuc. 8.15.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[join]] in besieging, to [[besiege]] [[jointly]], Hdt., Thuc., etc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[join]] in besieging, to [[besiege]] [[jointly]], Hdt., Thuc., etc.
}}
}}