συναπογράφομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=se faire inscrire avec, <i>càd</i> se mettre sur les rangs pour une candidature.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπογράφω]].
|btext=se faire inscrire avec, <i>càd</i> se mettre sur les rangs pour une candidature.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπογράφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συναπογράφομαι''': μέσ., [[ἐγγράφω]] τὸ ὄνομά μου μετ’ ἄλλων ὡς [[ὑποψήφιος]] καὶ ἐγώ, Πλουτ. Αἰμίλ. 3. 2) ὁμοίως, σ. τινι, [[ἐγγράφω]] τὸ ὄνομά μου μετὰ τοῦ ὀνόματος ἑτέρου τινὸς ὡς ὑποστηρίζων τὴν γνώμην του, [[ὑποστηρίζω]] τινά, εἶμαι [[ὀπαδός]] τινος, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 214, 385C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 45· ― οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. συναπογραπτέον, πρέπει τις νὰ ὑποστηρίζῃ, τοῖς ἀρίστοις Κικ. πρ. Ἀττ. 9. 4, 2. ΙΙ. [[ἀπογράφω]] ἢ [[ἀντιγράφω]] [[ὁμοῦ]], [[παριστάνω]] ἀκριβῶς, πάντα Πλωτ. 1. 1, 1· οὕτω τὸ ἐνεργ. παρ’ Εὐστ. εἰς Διον. Π. σ. 78. 30.
|elnltext=συναπογράφομαι [σύν, ἀπογράφομαι (ἀπογράφω)] zich ook inschrijven (als kandidaat voor een ambt).
}}
{{elru
|elrutext='''συναπογράφομαι:''' (ᾰφ)<br /><b class="num">1)</b> [[вместе записываться]] (в качестве кандидата), выставлять и свою кандидатуру Plut.:<br /><b class="num">2)</b> досл. ставить свою подпись, перен. присоединяться: συναπογράψαι τινί Sext. примкнуть к чьему-л. мнению.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συναπογράφομαι:''' Μέσ., [[εγγράφω]] το όνομά μου, καταγράφομαι μαζί με άλλους ως [[υποψήφιος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συναπογράφομαι:''' Μέσ., [[εγγράφω]] το όνομά μου, καταγράφομαι μαζί με άλλους ως [[υποψήφιος]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συναπογράφομαι:''' (ᾰφ)<br /><b class="num">1)</b> [[вместе записываться]] (в качестве кандидата), выставлять и свою кандидатуру Plut.:<br /><b class="num">2)</b> досл. ставить свою подпись, перен. присоединяться: συναπογράψαι τινί Sext. примкнуть к чьему-л. мнению.
|lstext='''συναπογράφομαι''': μέσ., [[ἐγγράφω]] τὸ ὄνομά μου μετ’ ἄλλων ὡς [[ὑποψήφιος]] καὶ ἐγώ, Πλουτ. Αἰμίλ. 3. 2) ὁμοίως, σ. τινι, [[ἐγγράφω]] τὸ ὄνομά μου μετὰ τοῦ ὀνόματος ἑτέρου τινὸς ὡς ὑποστηρίζων τὴν γνώμην του, [[ὑποστηρίζω]] τινά, εἶμαι [[ὀπαδός]] τινος, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 214, 385C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 45· ― οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. συναπογραπτέον, πρέπει τις νὰ ὑποστηρίζῃ, τοῖς ἀρίστοις Κικ. πρ. Ἀττ. 9. 4, 2. ΙΙ. [[ἀπογράφω]] ἢ [[ἀντιγράφω]] [[ὁμοῦ]], [[παριστάνω]] ἀκριβῶς, πάντα Πλωτ. 1. 1, 1· οὕτω τὸ ἐνεργ. παρ’ Εὐστ. εἰς Διον. Π. σ. 78. 30.
}}
{{elnl
|elnltext=συναπογράφομαι [σύν, ἀπογράφομαι (ἀπογράφω)] zich ook inschrijven (als kandidaat voor een ambt).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Mid. to [[enter]] one's [[name]] [[together]] with others, as a [[candidate]], Plut.
|mdlsjtxt=<br />Mid. to [[enter]] one's [[name]] [[together]] with others, as a [[candidate]], Plut.
}}
}}