συναπολαμβάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=recevoir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαμβάνω]].
|btext=recevoir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συναπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[λαμβάνω]] ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, [[μάλιστα]] [[πρᾶγμα]] ἐφ’ οὗ ἔχω [[δικαίωμα]], ὅμνυμι δέ σοι [[μηδὲ]] ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.
|elnltext=συν-απολαμβάνω act. tegelijk of mede terugkrijgen. Xen. pass. geheel gestopt worden, geheel onderdrukt worden. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''συναπολαμβάνω:''' [[одновременно получать]] (sc. τὸν μισθόν Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συναπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[λαμβάνω]] από κοινού ή [[αμέσως]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συναπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[λαμβάνω]] από κοινού ή [[αμέσως]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συναπολαμβάνω:''' [[одновременно получать]] (sc. τὸν μισθόν Xen.).
|lstext='''συναπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[λαμβάνω]] ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, [[μάλιστα]] [[πρᾶγμα]] ἐφ’ οὗ ἔχω [[δικαίωμα]], ὅμνυμι δέ σοι [[μηδὲ]] ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-απολαμβάνω act. tegelijk of mede terugkrijgen. Xen. pass. geheel gestopt worden, geheel onderdrukt worden. Hp.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]]<br />to [[receive]] in [[common]] or at [[once]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]]<br />to [[receive]] in [[common]] or at [[once]], Xen.
}}
}}