συνοικία: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> habitation <i>ou</i> vie en commun;<br /><b>2</b> maison où demeurent plusieurs familles;<br /><b>3</b> magasin.<br />'''Étymologie:''' [[σύνοικος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> habitation <i>ou</i> vie en commun;<br /><b>2</b> maison où demeurent plusieurs familles;<br /><b>3</b> magasin.<br />'''Étymologie:''' [[σύνοικος]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνοικία -ας, ἡ, Att. ook ξυνοικία [σύνοικος] het samenwonen:. δέξομαι Παλλάδος ξυνοικίαν ik zal samenwonen met Pallas accepteren Aeschl. Eum. 916; ταύτῃ τῇ συνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα aan die vorm van samenleven hebben we de naam ‘polis' gegeven Plat. Resp. 369c. verzameling huurwoningen, ‘woon-’ of ‘huurkazerne’, ‘flatgebouw’:. τὰς οἰκίας... καὶ τὰς ξυνοικίας de huizen en de flats Thuc. 3.74.2; ἐμοὶ δ’ ὑπερῷον καὶ ξυνοικία δύο en ik heb een zolder en twee flatgebouwen (vol met orakels) Aristoph. Eq. 1001.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοικία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[совместная жизнь]]: ξυνοικίαν τινὸς δέχεσθαι Aesch. соглашаться обитать вместе с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[поселение]], [[община]], [[общество]], Plat.: αἱ κατὰ τὴν χώραν συνοικίαι Polyb. сельские поселения, деревни;<br /><b class="num">3)</b> [[жилище]], [[дом]] Luc.;<br /><b class="num">4)</b> [[дом с наемными квартирами]] Thuc., Xen., Isae., Aeschin.;<br /><b class="num">5)</b> pl. [[соседние местности]], [[окрестности]] Plut.;<br /><b class="num">6)</b> [[пристройка]] Arph., Aeschin.;<br /><b class="num">7)</b> [[соседний дом]] (αἱ οἰκίαι καὶ ξυνοικίαι Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνοικία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[συνοίκησις]], [[συγκατοίκηση]]· Παλλάδος [[δέξομαι]] ξυνοικίαν, να αποδεχθώ την [[πρόσκληση]] να συγκατοικήσω μαζί της, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όμιλος ανθρώπων που ζουν μαζί, [[αποικία]], [[κοινότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[σπίτι]] στο οποίο ζουν πολλές οικογένειες μαζί, [[σπίτι]] που είναι διαιρεμένο σε διαμερίσματα, Λατ. [[insula]], αντίθ. προς το [[οἰκία]] ([[σπίτι]] που κατοικείται από [[μία]] μόνο [[οικογένεια]], [[μονοκατοικία]]), σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> παρακείμενο [[οίκημα]], [[παράσπιτο]], [[παροικία]], εξοχικό [[σπίτι]], [[δωμάτιο]] που βρισκόταν έξω από το [[κυρίως]] [[σπίτι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''συνοικία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[συνοίκησις]], [[συγκατοίκηση]]· Παλλάδος [[δέξομαι]] ξυνοικίαν, να αποδεχθώ την [[πρόσκληση]] να συγκατοικήσω μαζί της, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όμιλος ανθρώπων που ζουν μαζί, [[αποικία]], [[κοινότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[σπίτι]] στο οποίο ζουν πολλές οικογένειες μαζί, [[σπίτι]] που είναι διαιρεμένο σε διαμερίσματα, Λατ. [[insula]], αντίθ. προς το [[οἰκία]] ([[σπίτι]] που κατοικείται από [[μία]] μόνο [[οικογένεια]], [[μονοκατοικία]]), σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> παρακείμενο [[οίκημα]], [[παράσπιτο]], [[παροικία]], εξοχικό [[σπίτι]], [[δωμάτιο]] που βρισκόταν έξω από το [[κυρίως]] [[σπίτι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=συνοικία -ας, ἡ, Att. ook ξυνοικία [σύνοικος] het samenwonen:. δέξομαι Παλλάδος ξυνοικίαν ik zal samenwonen met Pallas accepteren Aeschl. Eum. 916; ταύτῃ τῇ συνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα aan die vorm van samenleven hebben we de naam ‘polis' gegeven Plat. Resp. 369c. verzameling huurwoningen, ‘woon-’ of ‘huurkazerne’, ‘flatgebouw’:. τὰς οἰκίας... καὶ τὰς ξυνοικίας de huizen en de flats Thuc. 3.74.2; ἐμοὶ δ’ ὑπερῷον καὶ ξυνοικία δύο en ik heb een zolder en twee flatgebouwen (vol met orakels) Aristoph. Eq. 1001.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοικία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[совместная жизнь]]: ξυνοικίαν τινὸς δέχεσθαι Aesch. соглашаться обитать вместе с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[поселение]], [[община]], [[общество]], Plat.: αἱ κατὰ τὴν χώραν συνοικίαι Polyb. сельские поселения, деревни;<br /><b class="num">3)</b> [[жилище]], [[дом]] Luc.;<br /><b class="num">4)</b> [[дом с наемными квартирами]] Thuc., Xen., Isae., Aeschin.;<br /><b class="num">5)</b> pl. [[соседние местности]], [[окрестности]] Plut.;<br /><b class="num">6)</b> [[пристройка]] Arph., Aeschin.;<br /><b class="num">7)</b> [[соседний дом]] (αἱ οἰκίαι καὶ ξυνοικίαι Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj