Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετραθέλυμνος: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre fondements <i>en parl. d'un bouclier, càd</i> revêtu de quatre peaux.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], θέλυμνον.
|btext=ος, ον :<br />à quatre fondements <i>en parl. d'un bouclier, càd</i> revêtu de quatre peaux.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], θέλυμνον.
}}
{{elru
|elrutext='''τετρᾰθέλυμνος:''' четырехслойный, т. е. сшитый из четырех кож ([[σάκος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετρᾰθέλυμνος:''' -ον ([[θέλυμνον]]), [[τετράπτυχος]], τετραθέλυμνον [[σάκος]], [[ασπίδα]] αποτελούμενη από [[τέσσερις]] δερμάτινες στρώσεις, σε Όμηρ.
|lsmtext='''τετρᾰθέλυμνος:''' -ον ([[θέλυμνον]]), [[τετράπτυχος]], τετραθέλυμνον [[σάκος]], [[ασπίδα]] αποτελούμενη από [[τέσσερις]] δερμάτινες στρώσεις, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετρᾰθέλυμνος:''' четырехслойный, т. е. сшитый из четырех кож ([[σάκος]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρᾰ-θέλυμνος, ον, [[θέλυμνον]]<br />of [[four]] layers, τ. [[σάκος]] a [[shield]] of [[four]] ox-hides, Hom.
|mdlsjtxt=τετρᾰ-θέλυμνος, ον, [[θέλυμνον]]<br />of [[four]] layers, τ. [[σάκος]] a [[shield]] of [[four]] ox-hides, Hom.
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰθέλυμνος Medium diacritics: τετραθέλυμνος Low diacritics: τετραθέλυμνος Capitals: ΤΕΤΡΑΘΕΛΥΜΝΟΣ
Transliteration A: tetrathélymnos Transliteration B: tetrathelymnos Transliteration C: tetrathelymnos Beta Code: tetraqe/lumnos

English (LSJ)

ον, (θέλυμνον) of four layers, σάκος τ. a shield of four ox-hides, Il.15.479 = Od.22.122.

German (Pape)

[Seite 1097] von vier Lagen; σάκος, ein Schild von vier über einander liegenden Rindshäuten, Il. 15, 479 Od. 22, 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre fondements en parl. d'un bouclier, càd revêtu de quatre peaux.
Étymologie: τέσσαρες, θέλυμνον.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰθέλυμνος: четырехслойный, т. е. сшитый из четырех кож (σάκος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰθέλυμνος: -ον, (θέλυμνον) τετράπτυχος, τ. σάκος «τετραθέλυμνον· τετράπτυχον, ἐκ τεσσάρων πτυχῶν τεθειμένον, ὅ ἐστιν ἐπιθήματα ἔχον τέσσαρα ἐπάλληλα, ἐκ τεσσάρων δερμάτων συνεστὼς» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 479, Ὀδ. Χ. 122.

English (Autenrieth)

(θέλυμνον): of four layers (of hide), Il. 15.479 and Od. 22.122.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, τετράπτυχοςσάκος τετραθέλυμνον» — ασπίδα από τέσσερα δέρματα βοδιού τα οποία βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.λ. θέλυμνον].

Greek Monotonic

τετρᾰθέλυμνος: -ον (θέλυμνον), τετράπτυχος, τετραθέλυμνον σάκος, ασπίδα αποτελούμενη από τέσσερις δερμάτινες στρώσεις, σε Όμηρ.

Middle Liddell

τετρᾰ-θέλυμνος, ον, θέλυμνον
of four layers, τ. σάκος a shield of four ox-hides, Hom.