φοινίκινος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de palmier : [[οἶνος]] vin de palmier <i>ou</i> de dattes.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]².
|btext=η, ον :<br />de palmier : [[οἶνος]] vin de palmier <i>ou</i> de dattes.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]².
}}
{{elru
|elrutext='''φοινίκινος:''' (νῑ) [[φοῖνιξ]] III] пальмовый ([[οἶνος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br />αυτός που προέρχεται από το [[δέντρο]] [[φοίνικας]] (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς [[αυτού]] του δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] του [[παραπάνω]] δέντρου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φοινίκινος]]<br />(με ή [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]]) [[κρασί]] από τους καρπούς του δένδρου [[φοίνικας]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (III), -οίνικος «[[είδος]] δέντρου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]] (Ι)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ φοινικίνη</i><br />[[ονομασία]] επιδέσμου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φοινικίνη [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[ελεφαντίαση]] (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> [[δάφνινος]]). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για την [[ασθένεια]] [[ελεφαντίαση]] λόγω του χρώματος του δέρματος όσων πάσχουν από την [[ασθένεια]] αυτή].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br />αυτός που προέρχεται από το [[δέντρο]] [[φοίνικας]] (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς [[αυτού]] του δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] του [[παραπάνω]] δέντρου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φοινίκινος]]<br />(με ή [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]]) [[κρασί]] από τους καρπούς του δένδρου [[φοίνικας]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (III), -οίνικος «[[είδος]] δέντρου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]] (Ι)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ φοινικίνη</i><br />[[ονομασία]] επιδέσμου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φοινικίνη [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[ελεφαντίαση]] (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> [[δάφνινος]]). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για την [[ασθένεια]] [[ελεφαντίαση]] λόγω του χρώματος του δέρματος όσων πάσχουν από την [[ασθένεια]] αυτή].
}}
{{elru
|elrutext='''φοινίκινος:''' (νῑ) [[φοῖνιξ]] III] пальмовый ([[οἶνος]] Plut.).
}}
}}