χαλεπός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> difficile, malaisé, pénible : [[χωρίον]] χαλεπόν XÉN, [[τόπος]] [[χαλεπός]] XÉN pays, lieu difficilement accessible, difficile à traverser ; λιμὴν [[χαλεπός]] OD port d'un accès difficile ; χαλεπὸς [[ἄεθλος]] OD travail pénible à exécuter ; χαλεποὶ [[δέ]] θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς IL les dieux sont terribles <i>ou</i> difficiles à supporter dans leur apparition ; avec un part. : χαλεπὸν ἧν τὸ δίκαιον φυλάσσων HDT il était rigide observateur de la justice;<br /><b>2</b> difficile à porter, à supporter : θώρακες XÉN cuirasses gênantes ; [[νόμος]] [[χαλεπός]] loi sévère ; [[χωρίον]] ἑλῶδες καὶ χαλεπόν THC lieu marécageux et malsain;<br /><b>3</b> contraire <i>en parl. du vent ; en gén.</i> désagréable, malveillant, <i>avec le dat. ou avec</i> [[πρός]] <i>ou</i> [[περί]] et l'acc. ; χαλεπὸν ὁ [[βίος]] XÉN la vie (à Athènes) est chose difficile ; οὐδὲν χαλεπόν LUC aucune difficulté, <i>càd</i> cela se laisse facilement faire <i>ou</i> dire ; <i>subst.</i> τὸ χαλεπόν, la manière d'être difficile, fâcheuse ; τὰ χαλεπά, les difficultés, les maux, les dangers, les soucis ; avec le gén. : τὸ χαλεπὸν [[τοῦ]] πνεύματος XÉN la violence du vent ; τὰ χαλεπώτατα, le plus difficile, le plus important;<br /><i>Cp.</i> χαλεπώτερος, <i>Sp.</i> χαλεπώτατος.<br />'''Étymologie:''' DELG reste inexpliqué en dépit de son ancienneté.
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> difficile, malaisé, pénible : [[χωρίον]] χαλεπόν XÉN, [[τόπος]] [[χαλεπός]] XÉN pays, lieu difficilement accessible, difficile à traverser ; λιμὴν [[χαλεπός]] OD port d'un accès difficile ; χαλεπὸς [[ἄεθλος]] OD travail pénible à exécuter ; χαλεποὶ [[δέ]] θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς IL les dieux sont terribles <i>ou</i> difficiles à supporter dans leur apparition ; avec un part. : χαλεπὸν ἧν τὸ δίκαιον φυλάσσων HDT il était rigide observateur de la justice;<br /><b>2</b> difficile à porter, à supporter : θώρακες XÉN cuirasses gênantes ; [[νόμος]] [[χαλεπός]] loi sévère ; [[χωρίον]] ἑλῶδες καὶ χαλεπόν THC lieu marécageux et malsain;<br /><b>3</b> contraire <i>en parl. du vent ; en gén.</i> désagréable, malveillant, <i>avec le dat. ou avec</i> [[πρός]] <i>ou</i> [[περί]] et l'acc. ; χαλεπὸν ὁ [[βίος]] XÉN la vie (à Athènes) est chose difficile ; οὐδὲν χαλεπόν LUC aucune difficulté, <i>càd</i> cela se laisse facilement faire <i>ou</i> dire ; <i>subst.</i> τὸ χαλεπόν, la manière d'être difficile, fâcheuse ; τὰ χαλεπά, les difficultés, les maux, les dangers, les soucis ; avec le gén. : τὸ χαλεπὸν [[τοῦ]] πνεύματος XÉN la violence du vent ; τὰ χαλεπώτατα, le plus difficile, le plus important;<br /><i>Cp.</i> χαλεπώτερος, <i>Sp.</i> χαλεπώτατος.<br />'''Étymologie:''' DELG reste inexpliqué en dépit de son ancienneté.
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰλεπός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[трудный]], [[затруднительный]], [[тяжелый]] ([[ἄεθλος]] Hom.; [[ἔργον]] Arph.; πόνοι Plat.; [[πορεία]] Xen.): [[ῥῆμα]] [[χαλεπόν]] Plat. труднообъяснимое слово; ὁδὸς χαλεπή Plat. труднопроходимая дорога; λιμὴν [[χαλεπός]] Hom. малодоступный порт; χ. προσπολεμεῖν Thuc. с которым трудно сражаться;<br /><b class="num">2)</b> [[тяжелый]], [[тяжкий]], [[мучительный]], [[жестокий]] ([[ἄλγος]], [[γῆρας]] Hom.; [[συμφορά]] Eur.; [[βίος]], [[νόσος]] Xen.; καιροί NT);<br /><b class="num">3)</b> [[опасный]], [[страшный]] ([[θύελλα]], ἄνεμοι Hom.): χ. φαίνεσθαι [[ἐναργής]] Hom. он страшен на вид, когда появится;<br /><b class="num">4)</b> [[суровый]], [[грозный]], [[строгий]] ([[βασιλεύς]] Hom.; νόμοι Dem.; κριταί, [[τιμωρία]] Plat.): ὀργὴν χ. Her. крутого нрава;<br /><b class="num">5)</b> [[свирепый]], [[злобный]], [[злой]] (κύνες Xen.; θηρία Plat.; μέλισσαι Arst.): χαλεπῇ τῇ χειρί Arph. грубой рукой, силой - см. тж. [[χαλεπόν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλεπός:''' -ή, -όν, Λατ. [[difficilis]]·<br /><b class="num">Α.I. 1.</b> δύσκολα [[υποφερτός]], [[φοβερός]], [[βίαιος]], [[άγριος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· (<i>θώρακες</i>) <i>δύσφοροι καὶ χαλεποί</i>, λέγεται για [[κακώς]] συναρμοσμένους θώρακες, σε Ξεν.· <i>τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος</i>, η [[σφοδρότητα]] του ανέμου, στον ίδ.· <i>τὰ χαλεπά</i>, δυσκολίες, παθήματα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[δύσκολος]] στο να γίνει ή να αντιμετωπιστεί, [[δυσχερής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· χαλεπὸν ὁ [[βίος]], η [[ζωή]] είναι σκληρό [[πράγμα]], σε Ξεν.· με απαρ., χαλεπή τοιἐγὼ ἀντιφέρεσθαι = χαλεπόν [[ἐστί]] μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν</i> (τὸ [[μῶλυ]]), σε Ομήρ. Οδ.· χ. προσπολεμεῖν ὁ [[βασιλεύς]], σε Ισοκρ.· <i>χαλεπόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., είναι δύσκολο, δυσχερές να γίνει, σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[επικίνδυνος]], σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για το [[έδαφος]], δύσβατο, τραχύ, σε Θουκ., Ξεν.· χαλεπὸν [[χωρίον]], [[μέρος]] δύσκολο να το κατακτήσει [[κάποιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[σκληρός]] να τον αντιμετωπίσει [[κάποιος]], [[σκληρός]], [[αυστηρός]], [[άγριος]], [[οργίλος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>χαλεπώτερος</i>, σκληρότερος [[εχθρός]], σε Θουκ.· <i>χαλεπώτατοι</i>, οι πιο δύσκολοι να τους αντιμετωπίσει [[κάποιος]], πιο επικίνδυνοι ή σκληρότατοι, σε Θουκ.· λέγεται για δικαστές, αυστηροί, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άγρια ζώα, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[δύστροπος]], [[οργίλος]], [[τραχύς]], [[ιδιότροπος]], σε Αριστοφ.· ὀργὴν [[χαλεπός]], σε Ηρόδ. <b>Β. I. 1.</b> επίρρ., [[χαλεπῶς]], σκληρά, με [[δυσκολία]], Λατ. [[aegre]], διαγνῶναι [[χαλεπῶς]] ἦν ἄνδρα ἕκαστον, με [[δυσκολία]] μπορούσε [[κανείς]] να διακρίνει τον [[κάθε]] άντρα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χαλεπῶς]] εὑρίσκειν, αντίθ. προς το <i>ῥαδίως μανθάνειν</i>, σε Ισοκρ.· <i>οὐ</i> ή μὴ [[χαλεπῶς]], [[χωρίς]] πολλή [[δυσκολία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με [[δυσκολία]], [[μόλις]], [[δοκέω]] [[χαλεπῶς]] ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι, σε Ηρόδ.· [[χαλεπῶς]] ἂν πείσαιμι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[χαλεπῶς]] [[ἔχει]] = χαλεπόν ἐστι, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> δύσκολα, άθλια, <i>χαλεπώτερον</i>, -ώτατα [[ζῆν]], σε Πλάτ.· <i>ἐν τοῖς χαλεπώτατα διάγειν</i>, ζω στην απόλυτη [[μιζέρια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, με [[σκληρότητα]], αυστηρώς, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· [[χαλεπῶς]] φέρειν τι, όπως το Λατ. [[aegre]] ferre, σε Θουκ.· [[συχνά]] στη [[φράση]] [[χαλεπῶς]] ἔχειν, σε Ξεν.· [[χαλεπῶς]] ἔχειν τινὶ [[ἐπί]] τινι, είμαι θυμωμένος με ένα [[πρόσωπο]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Δημ.· [[χαλεπῶς]] διακεῖσθαι [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[χαλεπῶς]] ἔχειν, βρίσκομαι σε κακή [[κατάσταση]], Λατ. [[male]] se habere, στον ίδ.
|lsmtext='''χαλεπός:''' -ή, -όν, Λατ. [[difficilis]]·<br /><b class="num">Α.I. 1.</b> δύσκολα [[υποφερτός]], [[φοβερός]], [[βίαιος]], [[άγριος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· (<i>θώρακες</i>) <i>δύσφοροι καὶ χαλεποί</i>, λέγεται για [[κακώς]] συναρμοσμένους θώρακες, σε Ξεν.· <i>τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος</i>, η [[σφοδρότητα]] του ανέμου, στον ίδ.· <i>τὰ χαλεπά</i>, δυσκολίες, παθήματα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[δύσκολος]] στο να γίνει ή να αντιμετωπιστεί, [[δυσχερής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· χαλεπὸν ὁ [[βίος]], η [[ζωή]] είναι σκληρό [[πράγμα]], σε Ξεν.· με απαρ., χαλεπή τοιἐγὼ ἀντιφέρεσθαι = χαλεπόν [[ἐστί]] μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν</i> (τὸ [[μῶλυ]]), σε Ομήρ. Οδ.· χ. προσπολεμεῖν ὁ [[βασιλεύς]], σε Ισοκρ.· <i>χαλεπόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., είναι δύσκολο, δυσχερές να γίνει, σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[επικίνδυνος]], σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για το [[έδαφος]], δύσβατο, τραχύ, σε Θουκ., Ξεν.· χαλεπὸν [[χωρίον]], [[μέρος]] δύσκολο να το κατακτήσει [[κάποιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[σκληρός]] να τον αντιμετωπίσει [[κάποιος]], [[σκληρός]], [[αυστηρός]], [[άγριος]], [[οργίλος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>χαλεπώτερος</i>, σκληρότερος [[εχθρός]], σε Θουκ.· <i>χαλεπώτατοι</i>, οι πιο δύσκολοι να τους αντιμετωπίσει [[κάποιος]], πιο επικίνδυνοι ή σκληρότατοι, σε Θουκ.· λέγεται για δικαστές, αυστηροί, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άγρια ζώα, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[δύστροπος]], [[οργίλος]], [[τραχύς]], [[ιδιότροπος]], σε Αριστοφ.· ὀργὴν [[χαλεπός]], σε Ηρόδ. <b>Β. I. 1.</b> επίρρ., [[χαλεπῶς]], σκληρά, με [[δυσκολία]], Λατ. [[aegre]], διαγνῶναι [[χαλεπῶς]] ἦν ἄνδρα ἕκαστον, με [[δυσκολία]] μπορούσε [[κανείς]] να διακρίνει τον [[κάθε]] άντρα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χαλεπῶς]] εὑρίσκειν, αντίθ. προς το <i>ῥαδίως μανθάνειν</i>, σε Ισοκρ.· <i>οὐ</i> ή μὴ [[χαλεπῶς]], [[χωρίς]] πολλή [[δυσκολία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με [[δυσκολία]], [[μόλις]], [[δοκέω]] [[χαλεπῶς]] ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι, σε Ηρόδ.· [[χαλεπῶς]] ἂν πείσαιμι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[χαλεπῶς]] [[ἔχει]] = χαλεπόν ἐστι, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> δύσκολα, άθλια, <i>χαλεπώτερον</i>, -ώτατα [[ζῆν]], σε Πλάτ.· <i>ἐν τοῖς χαλεπώτατα διάγειν</i>, ζω στην απόλυτη [[μιζέρια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, με [[σκληρότητα]], αυστηρώς, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· [[χαλεπῶς]] φέρειν τι, όπως το Λατ. [[aegre]] ferre, σε Θουκ.· [[συχνά]] στη [[φράση]] [[χαλεπῶς]] ἔχειν, σε Ξεν.· [[χαλεπῶς]] ἔχειν τινὶ [[ἐπί]] τινι, είμαι θυμωμένος με ένα [[πρόσωπο]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Δημ.· [[χαλεπῶς]] διακεῖσθαι [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[χαλεπῶς]] ἔχειν, βρίσκομαι σε κακή [[κατάσταση]], Λατ. [[male]] se habere, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰλεπός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[трудный]], [[затруднительный]], [[тяжелый]] ([[ἄεθλος]] Hom.; [[ἔργον]] Arph.; πόνοι Plat.; [[πορεία]] Xen.): [[ῥῆμα]] [[χαλεπόν]] Plat. труднообъяснимое слово; ὁδὸς χαλεπή Plat. труднопроходимая дорога; λιμὴν [[χαλεπός]] Hom. малодоступный порт; χ. προσπολεμεῖν Thuc. с которым трудно сражаться;<br /><b class="num">2)</b> [[тяжелый]], [[тяжкий]], [[мучительный]], [[жестокий]] ([[ἄλγος]], [[γῆρας]] Hom.; [[συμφορά]] Eur.; [[βίος]], [[νόσος]] Xen.; καιροί NT);<br /><b class="num">3)</b> [[опасный]], [[страшный]] ([[θύελλα]], ἄνεμοι Hom.): χ. φαίνεσθαι [[ἐναργής]] Hom. он страшен на вид, когда появится;<br /><b class="num">4)</b> [[суровый]], [[грозный]], [[строгий]] ([[βασιλεύς]] Hom.; νόμοι Dem.; κριταί, [[τιμωρία]] Plat.): ὀργὴν χ. Her. крутого нрава;<br /><b class="num">5)</b> [[свирепый]], [[злобный]], [[злой]] (κύνες Xen.; θηρία Plat.; μέλισσαι Arst.): χαλεπῇ τῇ χειρί Arph. грубой рукой, силой - см. тж. [[χαλεπόν]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj