χλίδωσις: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />ornementation.<br />'''Étymologie:''' [[χλιδάω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />ornementation.<br />'''Étymologie:''' [[χλιδάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χλίδωσις:''' εως (λῐ) ἡ украшение: χλιδώσεις ἡμιόνων Plut. пышная сбруя мулов.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Α<br />[[στολισμός]], [[καλλωπισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλίδων]] «[[είδος]] κοσμήματος», μέσω ενός ρ. <i>χλιδῶ</i>, -<i>όω</i>. Ο τ. πιθ. [[είναι]] εσφ. γρφ. [[αντί]] <i>χλίδωσι</i>, δοτ. πληθ. της λ. [[χλίδων]].
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Α<br />[[στολισμός]], [[καλλωπισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλίδων]] «[[είδος]] κοσμήματος», μέσω ενός ρ. <i>χλιδῶ</i>, -<i>όω</i>. Ο τ. πιθ. [[είναι]] εσφ. γρφ. [[αντί]] <i>χλίδωσι</i>, δοτ. πληθ. της λ. [[χλίδων]].
}}
{{elru
|elrutext='''χλίδωσις:''' εως (λῐ) ἡ украшение: χλιδώσεις ἡμιόνων Plut. пышная сбруя мулов.
}}
}}