χοιράς: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui a la forme d'un cochon, <i>particul.</i> d'un dos de cochon;<br />ἡ [[χοιράς]] écueil, récif ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> île pierreuse et peu élevée;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> [[αἱ]] χοιράδες humeurs <i>ou</i> taches à fleur de peau, écrouelles.<br />'''Étymologie:''' [[χοῖρος]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui a la forme d'un cochon, <i>particul.</i> d'un dos de cochon;<br />ἡ [[χοιράς]] écueil, récif ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> île pierreuse et peu élevée;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> [[αἱ]] χοιράδες humeurs <i>ou</i> taches à fleur de peau, écrouelles.<br />'''Étymologie:''' [[χοῖρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''χοιράς:''' άδος adj. f выступающая над поверхностью моря (πέτραι Pind., Anth.).<br />άδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[подводная скала]], [[утес]] (ἀκταὶ χοιράδες τε Aesch.; σκόπελοι καὶ χοιράδες Her.): ἀφ᾽ οὗ [[τότε]] χοιράδες [[ἔσταν]] Theocr. с тех пор эти (т. е. Симплегадские) скалы остановились;<br /><b class="num">2)</b> [[бугор]], [[опухоль]], [[увеличенная железа]]: χοιράδων τὸν τράχηλον [[περίπλεως]] Plut. с шеей, бугристой от опухших желез.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χοιράς:''' -[[άδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτή που μοιάζει με χοίρο, <i>χοιράδες πέτραι</i>, βράχοι (που [[μόλις]] υψώνονται πάνω από τη [[θάλασσα]]), όπως τα [[νώτα]] του χοίρου (πρβλ. Βιργίλιου [[dorsum]] [[immane]] [[maris]]), σε Πίνδ., Ανθ.· από όπου, [[χοιράς]] ως ουσ., [[βράχος]] [[χαμηλός]] (βυθισμένος), σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως, <i>χοιρὰς Δηλία</i>, ο [[Δήλιος]] [[βράχος]], το βραχώδες [[νησί]] της Δήλου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> σε πληθ., οιδήματα των αδένων του λαιμού, σε Ανθ.
|lsmtext='''χοιράς:''' -[[άδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτή που μοιάζει με χοίρο, <i>χοιράδες πέτραι</i>, βράχοι (που [[μόλις]] υψώνονται πάνω από τη [[θάλασσα]]), όπως τα [[νώτα]] του χοίρου (πρβλ. Βιργίλιου [[dorsum]] [[immane]] [[maris]]), σε Πίνδ., Ανθ.· από όπου, [[χοιράς]] ως ουσ., [[βράχος]] [[χαμηλός]] (βυθισμένος), σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως, <i>χοιρὰς Δηλία</i>, ο [[Δήλιος]] [[βράχος]], το βραχώδες [[νησί]] της Δήλου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> σε πληθ., οιδήματα των αδένων του λαιμού, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χοιράς:''' άδος adj. f выступающая над поверхностью моря (πέτραι Pind., Anth.).<br />άδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[подводная скала]], [[утес]] (ἀκταὶ χοιράδες τε Aesch.; σκόπελοι καὶ χοιράδες Her.): ἀφ᾽ οὗ [[τότε]] χοιράδες [[ἔσταν]] Theocr. с тех пор эти (т. е. Симплегадские) скалы остановились;<br /><b class="num">2)</b> [[бугор]], [[опухоль]], [[увеличенная железа]]: χοιράδων τὸν τράχηλον [[περίπλεως]] Plut. с шеей, бугристой от опухших желез.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj