ἀγαίομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />s'indigner, être indigné, irrité : [[τι]] de qch ; τινί contre qqn.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ἄγαμαι]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />s'indigner, être indigné, irrité : [[τι]] de qch ; τινί contre qqn.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ἄγαμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγαίομαι:''' (ᾰγ) (= [[ἀγάζω]]) негодовать, досадовать; злобствовать: ἀ. τι Hom. и τινι Hes. негодовать на что-л.; ἀ. τινι Her. возмущаться кем-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγαίομαι:''' Επικ. και Ιων. αντί [[ἄγαμαι]], μόνο στον ενεστ. και με αρνητική [[σημασία]] (πρβλ. [[ἄγη]] II).<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., είμαι αγανακτισμένος για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., είμαι οργισμένος ή αγανακτισμένος με κάποιον, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀγαίομαι:''' Επικ. και Ιων. αντί [[ἄγαμαι]], μόνο στον ενεστ. και με αρνητική [[σημασία]] (πρβλ. [[ἄγη]] II).<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., είμαι αγανακτισμένος για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., είμαι οργισμένος ή αγανακτισμένος με κάποιον, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγαίομαι:''' (ᾰγ) (= [[ἀγάζω]]) негодовать, досадовать; злобствовать: ἀ. τι Hom. и τινι Hes. негодовать на что-л.; ἀ. τινι Her. возмущаться кем-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄγαμαι]] [epic and ionic for [[ἄγαμαι]], only in pres. and in bad [[sense]] (cf. [[ἄγη]] II).]<br /><b class="num">1.</b> c. gen. rei, to be [[indignant]] at, Od.<br /><b class="num">2.</b> c. dat. pers. to be [[indignant]] with, Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἄγαμαι]] [epic and ionic for [[ἄγαμαι]], only in pres. and in bad [[sense]] (cf. [[ἄγη]] II).]<br /><b class="num">1.</b> c. gen. rei, to be [[indignant]] at, Od.<br /><b class="num">2.</b> c. dat. pers. to be [[indignant]] with, Hdt.
}}
}}