ἀγαθουργός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)gaqourgo/s
|Beta Code=a)gaqourgo/s
|Definition=v. [[ἀγαθοεργός]].
|Definition=v. [[ἀγαθοεργός]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[que hace el bien]], [[benéfico]] ψυχή Plu.2.1015e, op. [[κακοποιός]] Plu.2.370c, cf. 370e, f, ὁ θεῖος ἔρως Procl.<i>in Alc</i>.54, τὸ ἀγαθουργὸν ... ἀπονέμειν ... τοῖς θεοῖς Procl.<i>in R</i>.1.41.6, σειρὰν ἀγαθουργόν Procl.<i>in R</i>.1.97.30, v. [[ἀγαθοεργός]] 2 .<br /><b class="num">• Etimología:</b> Tal vez de *ἀγαθοοργός como n. de agente.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγαθουργός''': -όν, συνῃρ. ἐκ τοῦ [[ἀγαθοεργός]]. Πλουτ. 2, 1015Ε. ἐπίρρ. -ουργῶς, Διον. Ἀρεοπ. σ. 102.
|lstext='''ἀγαθουργός''': -όν, συνῃρ. ἐκ τοῦ [[ἀγαθοεργός]]. Πλουτ. 2, 1015Ε. ἐπίρρ. -ουργῶς, Διον. Ἀρεοπ. σ. 102.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[que hace el bien]], [[benéfico]] ψυχή Plu.2.1015e, op. [[κακοποιός]] Plu.2.370c, cf. 370e, f, ὁ θεῖος ἔρως Procl.<i>in Alc</i>.54, τὸ ἀγαθουργὸν ... ἀπονέμειν ... τοῖς θεοῖς Procl.<i>in R</i>.1.41.6, σειρὰν ἀγαθουργόν Procl.<i>in R</i>.1.97.30, v. [[ἀγαθοεργός]] 2 .<br /><b class="num">• Etimología:</b> Tal vez de *ἀγαθοοργός como n. de agente.
}}
}}