ἀμφιέννυμι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀμφιέννυν, <i>f.</i> ἀμφιέσω, <i>att.</i> [[ἀμφιῶ]] ; <i>ao.</i> ἀμφίεσα, <i>pf. inus;<br />Pass. pf.</i> ἀμφίεσμαι;<br />vêtir de, habiller de : εἵματα ἀμφ. OD couvrir qqn de vêtements ; ἀμφ. τινα couvrir qqn (d'un vêtement) ; τὸν [[ἑαυτοῦ]] χιτῶνα ἐκεῖνον ἀμφίεσε XÉN il le revêtit de sa propre tunique;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀμφιέννυμαι (<i>f.</i> [[ἀμφιέσομαι]], <i>ao.</i> ἀμφιεσάμην, <i>pf.</i> ἀμφίεσμαι) se revêtir, se couvrir de, <i>acc. ; abs.</i> [[ἀμφιέσομαι]] XÉN je m'habillerai.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἕννυμι]].
|btext=<i>impf.</i> ἀμφιέννυν, <i>f.</i> ἀμφιέσω, <i>att.</i> [[ἀμφιῶ]] ; <i>ao.</i> ἀμφίεσα, <i>pf. inus;<br />Pass. pf.</i> ἀμφίεσμαι;<br />vêtir de, habiller de : εἵματα ἀμφ. OD couvrir qqn de vêtements ; ἀμφ. τινα couvrir qqn (d'un vêtement) ; τὸν [[ἑαυτοῦ]] χιτῶνα ἐκεῖνον ἀμφίεσε XÉN il le revêtit de sa propre tunique;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀμφιέννυμαι (<i>f.</i> [[ἀμφιέσομαι]], <i>ao.</i> ἀμφιεσάμην, <i>pf.</i> ἀμφίεσμαι) se revêtir, se couvrir de, <i>acc. ; abs.</i> [[ἀμφιέσομαι]] XÉN je m'habillerai.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἕννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιέννῡμι:''' (fut. ἀμφιέσω, aor. [[ἠμφίεσα]], pf. pass. [[ἠμφίεσμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[надевать]] (εἵματα Hom.; ἀ. τί τινα Xen. Plat.): ἀ. τινἀ τινι Plat. покрывать кого-л. чем-л.; ἀμφιέσασθαί τι Hom. надеть на себя что-л., перен. окутаться чем-л.; λευκὴν ἀμφιέσασθαι κόμην Anth. покрыться сединами;<br /><b class="num">2)</b> [[одевать]] (τινά Arph.): στολὴν γυναικὸς ἠμφιεσμένος Arph. одетый в женское платье; ἠμφιεσμένοι καὶ ὑποδεδεμένοι Plat. одетые и обутые.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιέννυμι:''' ή -ύω· μέλ. <i>ἀμφιέσω</i>, Αττ. [[ἀμφιῶ]], αόρ. αʹ [[ἠμφίεσα]] — Μέσ. <i>ἠμφιεσάμην</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>ἀμφιέσαντο</i> — μτχ. Παθ. αορ. αʹ [[ἀμφιεσθείς]], παρακ. [[ἠμφίεσμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιβάλλω]] ή [[ενδύω]], όπως το Λατ. circumdare, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]] περισσότερο, με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., <i>ἐμὲ χλαῖναν ἀμφιέσασα</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., <i>ἠμφιεσμένος τι</i>, φορώντας [[κάτι]], ενδεδυμένος, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., <i>ἀμφ. τινά τινι</i>, [[ντύνω]] κάποιον σε ή με [[κάτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀμφιέννυμι:''' ή -ύω· μέλ. <i>ἀμφιέσω</i>, Αττ. [[ἀμφιῶ]], αόρ. αʹ [[ἠμφίεσα]] — Μέσ. <i>ἠμφιεσάμην</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>ἀμφιέσαντο</i> — μτχ. Παθ. αορ. αʹ [[ἀμφιεσθείς]], παρακ. [[ἠμφίεσμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιβάλλω]] ή [[ενδύω]], όπως το Λατ. circumdare, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]] περισσότερο, με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., <i>ἐμὲ χλαῖναν ἀμφιέσασα</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., <i>ἠμφιεσμένος τι</i>, φορώντας [[κάτι]], ενδεδυμένος, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., <i>ἀμφ. τινά τινι</i>, [[ντύνω]] κάποιον σε ή με [[κάτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιέννῡμι:''' (fut. ἀμφιέσω, aor. [[ἠμφίεσα]], pf. pass. [[ἠμφίεσμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[надевать]] (εἵματα Hom.; ἀ. τί τινα Xen. Plat.): ἀ. τινἀ τινι Plat. покрывать кого-л. чем-л.; ἀμφιέσασθαί τι Hom. надеть на себя что-л., перен. окутаться чем-л.; λευκὴν ἀμφιέσασθαι κόμην Anth. покрыться сединами;<br /><b class="num">2)</b> [[одевать]] (τινά Arph.): στολὴν γυναικὸς ἠμφιεσμένος Arph. одетый в женское платье; ἠμφιεσμένοι καὶ ὑποδεδεμένοι Plat. одетые и обутые.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj