Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄκτιος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du littoral.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτή]]².
|btext=ος, ον :<br />du littoral.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτή]]².
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἄκτιος]] -α -ον [2. [[ἀκτή]] die hoort bij de kust, kust-.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκτιος:''' [[прибрежный]], [[береговой]] (эпитет Пана) Theocr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκτιος:''' -ον ([[ἀκτή]]), αυτός που ζει στην [[ακροθαλασσιά]], συχνάζει στην [[παραλία]], λέγεται για τον θεό Πάνα, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἄκτιος:''' -ον ([[ἀκτή]]), αυτός που ζει στην [[ακροθαλασσιά]], συχνάζει στην [[παραλία]], λέγεται για τον θεό Πάνα, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκτιος:''' [[прибрежный]], [[береговой]] (эпитет Пана) Theocr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀκτή]]<br />[[haunting]] the [[shore]], of Pan, Theocr.
|mdlsjtxt=[[ἀκτή]]<br />[[haunting]] the [[shore]], of Pan, Theocr.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἄκτιος]] -α -ον [2. [[ἀκτή]] die hoort bij de kust, kust-.
}}
}}

Revision as of 11:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκτιος Medium diacritics: ἄκτιος Low diacritics: άκτιος Capitals: ΑΚΤΙΟΣ
Transliteration A: áktios Transliteration B: aktios Transliteration C: aktios Beta Code: a)/ktios

English (LSJ)

ον, (ἀκτή α) of the sea-shore, of Pan as god of the coast, Theoc.5.14; of Apollo, A.R.1.404.

German (Pape)

[Seite 86] ον, am Gestade (ἀκτή); Πάν, Küstenbeschützer, Theocr. 5, 14; Apollo, Ap. Rh. 1, 402; – τὸ ἄκτιον, die Küste, Ael. H. A. 13, 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du littoral.
Étymologie: ἀκτή².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄκτιος -α -ον [2. ἀκτή die hoort bij de kust, kust-.

Russian (Dvoretsky)

ἄκτιος: прибрежный, береговой (эпитет Пана) Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκτιος: -ον, (ἀκτὴ) ἀνήκων ἢ εὑρισκόμενος εἰς τὴν παραλίαν, ἐπίθ. τοῦ Πανὸς ὡς θεοῦ τῆς παραλίας, Θεόκρ. 5. 14· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 402· πρβλ. ἁλίπλαγκτος, λιμενίτης.

Greek Monolingual

ἄκτιος, -ον (Α) ἀκτή
1. αυτός που ανήκει ή βρίσκεται στην παραλία, ο ακταίος (κυρίως επίθ. του Πανός ως θεού της παραλίας)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄκτιον.

Greek Monotonic

ἄκτιος: -ον (ἀκτή), αυτός που ζει στην ακροθαλασσιά, συχνάζει στην παραλία, λέγεται για τον θεό Πάνα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἀκτή
haunting the shore, of Pan, Theocr.