ἄγραυλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui demeure, qui passe la nuit aux champs.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]], [[αὐλή]].
|btext=ος, ον :<br />qui demeure, qui passe la nuit aux champs.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]], [[αὐλή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄγραυλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[живущий в поле]], [[ночующий под открытым небом]] ([[βοῦς]], ποιμένες Hom.; μηλοβοτῆρες HH; [[θήρ]] Soph.; [[Πάν]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[деревенский]], [[сельский]]: ἄγραυλοι πύλαι Eur. деревенский дом; ἄ. [[ἀνήρ]] Anth. поселянин.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄγραυλος:''' -ον ([[ἀγρός]], [[αὐλή]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που διαμένει στους αγρούς, λέγεται για τους βοσκούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· [[ἄγραυλος]] [[ἀνήρ]], [[αγροίκος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα βόδια, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης λέγεται για πράγματα, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], [[χωριάτικος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄγραυλος:''' -ον ([[ἀγρός]], [[αὐλή]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που διαμένει στους αγρούς, λέγεται για τους βοσκούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· [[ἄγραυλος]] [[ἀνήρ]], [[αγροίκος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα βόδια, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης λέγεται για πράγματα, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], [[χωριάτικος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄγραυλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[живущий в поле]], [[ночующий под открытым небом]] ([[βοῦς]], ποιμένες Hom.; μηλοβοτῆρες HH; [[θήρ]] Soph.; [[Πάν]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[деревенский]], [[сельский]]: ἄγραυλοι πύλαι Eur. деревенский дом; ἄ. [[ἀνήρ]] Anth. поселянин.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj