ἐκφοβέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />effrayer, épouvanter : τινά [[τι]] qqn avec qch ; <i>au Moy.-Pass. (fut.</i> ἐκφοβήσομαι) être effrayé ; τινα de qqn, le redouter ; [[ὑπέρ]] τινος de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φοβέω]].
|btext=-ῶ :<br />effrayer, épouvanter : τινά [[τι]] qqn avec qch ; <i>au Moy.-Pass. (fut.</i> ἐκφοβήσομαι) être effrayé ; τινα de qqn, le redouter ; [[ὑπέρ]] τινος de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φοβέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκφοβέω:''' [[запугивать]], [[устрашать]], [[приводить в ужас]] (φρένας Aesch.; τινα Isocr., Plat., Plut.): [[ὅπερ]] [[ἡμᾶς]] ἐκφοβοῦσιν Thuc. этим они хотят нас испугать; pass. пугаться, бояться (τινα и [[ὑπέρ]] τινος Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκφοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρέπω]] σε [[φυγή]], [[εκφοβίζω]], [[τρομάζω]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ ἐκφοβῆσαι</i>, έτσι ώστε να προξενήσει φόβο, σε Θουκ.· <i>ἐκφ. τινὰ ἐκ δεμνίων</i>, σε Ευρ. — Παθ., είμαι [[πάρα]] [[πολύ]] φοβισμένος, τρομαγμένος, [[φοβάμαι]] [[πολύ]], με αιτ., σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐκφοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρέπω]] σε [[φυγή]], [[εκφοβίζω]], [[τρομάζω]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ ἐκφοβῆσαι</i>, έτσι ώστε να προξενήσει φόβο, σε Θουκ.· <i>ἐκφ. τινὰ ἐκ δεμνίων</i>, σε Ευρ. — Παθ., είμαι [[πάρα]] [[πολύ]] φοβισμένος, τρομαγμένος, [[φοβάμαι]] [[πολύ]], με αιτ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκφοβέω:''' [[запугивать]], [[устрашать]], [[приводить в ужас]] (φρένας Aesch.; τινα Isocr., Plat., Plut.): [[ὅπερ]] [[ἡμᾶς]] ἐκφοβοῦσιν Thuc. этим они хотят нас испугать; pass. пугаться, бояться (τινα и [[ὑπέρ]] τινος Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj