ἱλάειρα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />bienfaisante.<br />'''Étymologie:''' [[ἵλαος]].
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />bienfaisante.<br />'''Étymologie:''' [[ἵλαος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱλάειρα:''' ας (ῐλᾰ, [[varia lectio|v.l.]] ῑλᾱ) adj. f кроткая, благотворная ([[φλόξ]], [[σελήνη]] Emped.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱλάειρα]], ἡ (Α)<br />αυτή που δίνει ιλαρό φως (α. «[[ἱλάειρα]] [[φλόξ]]» β. «[[ἱλάειρα]] [[σελήνη]]», Εμπεδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱλα</i>- (του ρ. <i>ἱλά</i>-<i>σκομαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειρα</i> [[κατά]] τα <i>κτεάτ</i>-<i>ειρα</i>, <i>πί</i>-<i>ειρα</i>. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. τών ουσ. [[φλοξ]] και [[σελήνη]]. Βλ. και λ. [[ιλάσκομαι]]].
|mltxt=[[ἱλάειρα]], ἡ (Α)<br />αυτή που δίνει ιλαρό φως (α. «[[ἱλάειρα]] [[φλόξ]]» β. «[[ἱλάειρα]] [[σελήνη]]», Εμπεδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱλα</i>- (του ρ. <i>ἱλά</i>-<i>σκομαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειρα</i> [[κατά]] τα <i>κτεάτ</i>-<i>ειρα</i>, <i>πί</i>-<i>ειρα</i>. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. τών ουσ. [[φλοξ]] και [[σελήνη]]. Βλ. και λ. [[ιλάσκομαι]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱλάειρα:''' ας (ῐλᾰ, [[varia lectio|v.l.]] ῑλᾱ) adj. f кроткая, благотворная ([[φλόξ]], [[σελήνη]] Emped.).
}}
}}
{{etym
{{etym