ὑδατοτρεφής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui croît au bord de l'eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[τρέφω]].
|btext=ής, ές :<br />qui croît au bord de l'eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[τρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδᾰτοτρεφής:''' (ῠ) растущий у воды (αἴγειροι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑδᾰτοτρεφής:''' -ές (τρέφομαι), αυτός που μεγαλώνει μέσα ή κοντά σε [[νερό]], [[υδρόβιος]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑδᾰτοτρεφής:''' -ές (τρέφομαι), αυτός που μεγαλώνει μέσα ή κοντά σε [[νερό]], [[υδρόβιος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδᾰτοτρεφής:''' (ῠ) растущий у воды (αἴγειροι Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑδᾰτο-τρεφής, ές [τρέφομαι]<br />growing in or by the [[water]], Od.
|mdlsjtxt=ὑδᾰτο-τρεφής, ές [τρέφομαι]<br />growing in or by the [[water]], Od.
}}
}}