πεῖσμα: Difference between revisions

No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το / πεῑσμα, ΝΜΑ [[πείθω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έντονη και παράλογη [[επιμονή]] σε ορισμένη [[γνώμη]] ή [[ενέργεια]], [[ισχυρογνωμοσύνη]], [[γινάτι]] («ας [[είναι]] καλά το [[πείσμα]] σου»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[πείσμα]] βγάζει [[πρήσμα]]» — η [[ισχυρογνωμοσύνη]] βλάπτει [[πάντοτε]] αυτόν που τήν έχει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πειθώ]], [[πεποίθηση]], [[εμπιστοσύνη]] («ἐὰν γὰρ τινι πεῑσμα δῷς», Κλήμ. Αλεξ.)<br /><b>2.</b> «μετὰ πείσματος» — με [[πεποίθηση]].<br /> <b>(II)</b><br />το, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> καθένα από τα χοντρά [[σχοινιά]] για την [[πρόσδεση]] ενός σκάφους σε μόνιμο [[αγκυροβόλιο]], κν. ρεμέντζο, [[σχοινί]] για [[ρεμιντζάρισμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[καραβόσχοινο]] που ξεκινά από την [[πρύμνη]] του πλοίου και με το οποίο το [[σκάφος]] προσδένεται σε [[μεγάλη]] [[πέτρα]] ή [[στήλη]] της παραλίας («[[πείσμα]] δ' έλυσαν από τρητοίο λίθοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχοινί]] ακάτου, [[καραβόσχοινο]]<br /><b>3.</b> [[σχοινί]] για οποιαδήποτε [[χρήση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[δεσμός]] («πᾱν πεῑσμα διέρρηκται», Ηλιόδ.)<br /><b>5.</b> ο [[συζυγικός]] [[δεσμός]]<br /><b>6.</b> ο [[μίσχος]] του σύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πεῖσμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πένθ</i>-<i>σμα</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhendh</i>- «[[δένω]], [[συνδέω]], [[συνάπτω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πενθ</i>-<i>ερός</i>, [[φάτνη]]) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>badhn</i><i>ā</i><i>mi</i> «[[δένω]]» και γοτθ. <i>bindan</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[πενθερός]]). Με τη λ. [[πεῖσμα]] συνδέονται πιθ. οι τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>: «[[πάσμα]]<br /><i>ᾧ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ [[φύλλον]]» (συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]) και «[[πέσμα]]<br /><i>ἐξ οὗ τὸ [[φύλλον]] ἦρτηται</i>»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το / πεῖσμα, ΝΜΑ [[πείθω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έντονη και παράλογη [[επιμονή]] σε ορισμένη [[γνώμη]] ή [[ενέργεια]], [[ισχυρογνωμοσύνη]], [[γινάτι]] («ας [[είναι]] καλά το [[πείσμα]] σου»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[πείσμα]] βγάζει [[πρήσμα]]» — η [[ισχυρογνωμοσύνη]] βλάπτει [[πάντοτε]] αυτόν που τήν έχει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πειθώ]], [[πεποίθηση]], [[εμπιστοσύνη]] («ἐὰν γὰρ τινι πεῖσμα δῷς», Κλήμ. Αλεξ.)<br /><b>2.</b> «μετὰ πείσματος» — με [[πεποίθηση]].<br /> <b>(II)</b><br />το, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> καθένα από τα χοντρά [[σχοινιά]] για την [[πρόσδεση]] ενός σκάφους σε μόνιμο [[αγκυροβόλιο]], κν. ρεμέντζο, [[σχοινί]] για [[ρεμιντζάρισμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[καραβόσχοινο]] που ξεκινά από την [[πρύμνη]] του πλοίου και με το οποίο το [[σκάφος]] προσδένεται σε [[μεγάλη]] [[πέτρα]] ή [[στήλη]] της παραλίας («[[πείσμα]] δ' έλυσαν από τρητοίο λίθοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχοινί]] ακάτου, [[καραβόσχοινο]]<br /><b>3.</b> [[σχοινί]] για οποιαδήποτε [[χρήση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[δεσμός]] («πᾱν πεῖσμα διέρρηκται», Ηλιόδ.)<br /><b>5.</b> ο [[συζυγικός]] [[δεσμός]]<br /><b>6.</b> ο [[μίσχος]] του σύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πεῖσμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πένθ</i>-<i>σμα</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhendh</i>- «[[δένω]], [[συνδέω]], [[συνάπτω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πενθ</i>-<i>ερός</i>, [[φάτνη]]) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>badhn</i><i>ā</i><i>mi</i> «[[δένω]]» και γοτθ. <i>bindan</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[πενθερός]]). Με τη λ. [[πεῖσμα]] συνδέονται πιθ. οι τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>: «[[πάσμα]]<br /><i>ᾧ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ [[φύλλον]]» (συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]) και «[[πέσμα]]<br /><i>ἐξ οὗ τὸ [[φύλλον]] ἦρτηται</i>»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm